Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απασχόληση η [apasxólisi] Ο33 : 1.επίσημη ονομασία της μισθωτής εργασίας: ~ εργατών / υπαλλήλων. ~ στη γεωργία / στη βιομηχανία / στο εμπόριο. ~ προσωπική / εποχιακή / μόνιμη. Πλήρης / μερική ~. Zητώ ~. Οργανισμός Aπασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟAΕΔ). || ~ των μηχανών / των μεταφορικών μέσων, η χρησιμοποίησή τους στην παραγωγική διαδικασία. 2. η ασχολία με κτ.: H ~ των παιδιών με το παιχνίδι πρέπει να είναι δημιουργική. H απασχόλησή του με το γράψιμο χρονολογείται από παλιά. 3. η απόσπαση της προσοχής κάποιου: Tου έκλεψε το πορτοφόλι με τη μέθοδο της απασχολήσεως.
[λόγ.: 3: ελνστ. ἀπασχό λη(σις) -ση· 1, 2: κατά τη σημ. του απασχολώ2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απασχόληση [apasxólisi] η, gen απασχόλησης & απασχολήσεως, pl απασχολήσεις (L)
- ① state of being occupied, employment, work, job (syn εργασία, ant ανεργία):
- επαγγελματική, καθημερινή, οικιακή, παραγωγική ~ |
- ολοκληρωτική ~ full employment |
- υπουργείο απασχολήσεως Ministry of Labor (syn υπουργείο Eργασίας) |
- δίνει ~ σε ανέργους |
- η σταφίδα δημιουργεί ~ εργατικών χεριών (PSolomos) |
- η τάξη του ενός εκατομμυρίου νέων απασχολήσεων πρέπει να είναι ο κύριος στόχος (Angelop)
- ⓐ occupation, profession (syn επάγγελμα):
- η πολιτεία ξόδεψε για να τους εξειδικέψει σε ορισμένη ~ (Papanoutsos)
- ⓑ business, work (syn δουλειά):
- κάπου θα σε βολέψω· ξέρω κάποιο συμβολαιογράφο που έχει τώρα πολλή ~ (Panagiotop)
- ② preoccupation, concern, interest (syn ασχολία, ενασχόληση):
- αποκλειστική ~ |
- βιοτικές, εθνικές, θεολογικές απασχολήσεις |
- οι χρήσιμες απασχολήσεις της Aκαδημίας |
- ~ με τους φορείς του μέλλοντος |
- η κύρια ~ των φοιτητών είναι η διασκέδαση |
- τα σχολεία απαιτούν πλήρη ~ των μαθητών |
- θα συστήναμε ακόμη και ιδιαίτερες ώρες απασχόλησης με παιδιά που είναι ιδιαιτέρως ανορθόγραφα (Geros) |
- περιορίζω στο ελάχιστο την ~ της στήλης αυτής με τα γράμματα των αναγνωστών μου (Psathas)
- ③ activity, affair, pursuit (syn ασχολία, δραστηριότητα):
- διπλωματικές απασχολήσεις |
- ερασιτεχνική ~ avocation |
- ~ για να περνά η ώρα pastime (syn πασατέμπο) |
- σου αφιερώνω λίγα λόγια κλέβοντας λίγες στιγμές από αναγκαστικές απασχολήσεις (Palam) |
- δημοσιεύονται κάθε χρόνο πολλά λογοτεχνικά έργα από ανθρώπους, για τους οποίους η ~ αυτή είναι ζήτημα ζωτικό (Theotokas)
[fr kath απασχόλησις ← PatrG]
- ① state of being occupied, employment, work, job (syn εργασία, ant ανεργία):