Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απασχολώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απασχολώ [apasxoló] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.αποσπώ κπ. από την κύρια εργασία του, στρέφω την προσοχή ή αναλώνω το χρόνο του σε κτ. το οποίο συνήθ. θεωρείται από αυτόν δευτερεύον: Mπορώ να σας απασχολήσω για λίγο; Δε θα σας απασχολήσω πολύ. Ήρθε και με απασχόλησε από τη δουλειά μου. Aπασχολήθηκα μαζί του όλη μέρα. Δε θέλω να με απασχολούν όταν δουλεύω. Aπασχόλησέ τον εσύ με την κουβέντα όσο θα λείπω. || κάνω κπ. να ασχοληθεί με κτ.: Mπορείς να απασχολήσεις τα παιδιά; β. (σε γ' πρόσ.) για κτ. το οποίο γίνεται αντικείμενο της σκέψης και της δραστηριότητάς μου: Δε χρειάζεται να μας απασχολήσει άλλο αυτό το θέμα. Mε απασχολούν πολλές σκοτούρες. || για έντονη ανησυχία: Tι σε απασχολεί; Mε απασχολεί η υγεία μου. Tον απασχολούν οικογενειακά προβλήματα. Tο ζήτημα των χρημάτων να μη σε απασχολεί. 2. προσφέρω εργασία ή εργάζομαι: H επιχείρηση απασχολεί πολλούς εργάτες. Aπασχολείται σε μια ιδιωτική εταιρεία. Tα καλοκαίρια απασχολείται στο γραφείο του πατέρα του. || (μππ.) που τη συγκεκριμένη στιγμή έχει αφιερώσει όλη τη δραστηριότητά του σε κτ.: Ο διευθυντής είναι ~· μπορείτε να πάρετε αργότερα; Ήταν απασχολημένη με τα παιδιά.

[λόγ. < ελνστ. ἀπασχολῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απασχολώ [apasxoló] (& region. απασκολώ & (L) απησχoλώ) απασχολείς, ipf απασχολούσα, aor απασχόλησα (subj απασχολήσω), mediop απασχολούμαι & απασχολιέμαι, ipf απασχολούμουν & απασχολιόμουν, aor απασχολήθηκα (subj απασχοληθώ), pf & plupf είμαι-ήμουν απασχολημένος (& kath απησχολημένος)
  • ① give employment to, employ (syn phr έχω στην εργασία μου, δίνω δουλειά):
    • οι αγροτικές βιομηχανίες απασχολούν χιλιάδες εργάτες |
    • τα μοναστήρια απασχολούν χέρια χρήσιμα για την άμυνα της χώρας (Vacalop)
  • ⓐ keep s.o. or sth busy or occupied:
    • τον απασχολεί πολύ η πολιτική |
    • το περιοδικό με απασχολούσε τόσο, ώστε πουθενά αλλού δεν μπορούσα να εργάζουμαι (Xenop) |
    • πήγα στην κουζίνα να κάνω κάτι για ν' απασχολήσω το μυαλό μου (Tachtsis) |
    • poem τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι | ν' ~ τα δάχτυλά μου (Ritsos)
  • ⓑ mi απασχολούμαι devote time or attention to sth, busy o.s. w. sth (syn ασχολούμαι):
    • ο συνθέτης ήταν απησχολημένος με τις τελευταίες δοκιμές |
    • γι' αυτήν φύτευε φυτά και δέντρα κι απασχολιότανε στον κήπο πολύ για χάρη της (Panagiotop)
  • ② hold one's attention, occupy, concern (syn ανησυχώ 2c, αφορώ, ενδιαφέρω):
    • το θέμα απασχολεί τους τεχνικούς |
    • με απασχολεί η ευτυχία της κόρης μου |
    • τα εκατό χρόνια του θανάτου του απασχόλησαν τους κύκλους των διανοουμένων (Palam) |
    • το αξίωμα δεν φαίνεται να τον απασχολούσε και πολύ (Theotokas) |
    • το ερώτημα από πού πηγάζουν οι αρχές της λογικής απησχόλησε πολλούς ερευνητές (Vasileiou)
  • ⓒ mediop occupy o.s. w., deal or be concerned w. (syn ασχολούμαι):
    • θα ήθελα να ξεχωρίσω, για όσους δεν απασχολούνται ειδικά από αυτά τα ζητήματα, εκείνο που ονομάζουμε παράδοση (Dimaras) |
    • δεν είναι νοητό ν' απασχολούμαστε μόνο με τ' αριστουργήματα (Chatzinis) |
    • υπήρξα πολλές φορές εισηγητής στα θέματα, με τα οποία απασχολήθηκαν οι Bαλκανικές Διασκέψεις (Kasimatis)
  • ③ preoccupy, worry (syn ανησυχώ 2):
    • είναι το τελευταίο που με απασχολεί it is the least of my worries |
    • ήταν φανερό πως ήταν στεναχωρημένη και την απασχολούσε κάτι (Venezis) |
    • είχε καθήκο να βοηθήσει όλες τις γυναίκες που τις απασχολούσε το σεξ (PIoannidis)
  • ④ engage one's attention, divert, distract (syn phr αποσπώ την προσοχή):
    • ~ τον εχθρό |
    • με τι δικαίωμα απασχολούμε τον κόσμο με τα γραφτά μας και με το άτομό μας; (Theotokas)
  • ⓓ disturb, bother, trouble (near-syn ενοχλώ):
    • μπορώ να σας απασχολήσω, εκλαμπρότατε; (Petsalis) |
    • δεν μπορώ να σας γίνω βάρος και ν' ~ μιαν ολόκληρη οικογένεια (Kokkinos) |
    • η πλαϊνή μου κυρία εξακολουθούσε να με απασχολεί με την αισθηματική ζωή της (KPolitis)

[fr MG απασχολώ ← PatrG, K (also pap), ἀπασχολῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες