Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαστράπτων -ουσα -ον [apastrápton] Ε12 : (λόγ.) που είναι στιλπνός και λαμπερός, που λάμπει, που ακτινοβολεί: Aπαστράπτουσα επιφάνεια. || Aπαστράπτουσα καθαριότητα.
[λόγ. μεε. < αρχ. ἀπαστράπτω `στέλνω λάμψη΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαστράπτων, -ουσα, -ον [apastrápton] (L)
- resplendent, shining (near-syn αστραφτερός):
- ήξερε άνετα να κινείται στα απαστράπτοντα σαλόνια (Chairop) |
- δεν θα πρέπει να περιμένουμε απαστράπτουσα ιδεολογική καθαρότητα από το κίνημα των χίππυς (Theodorakis) |
- εκτοξεύονται οι οκτώ απαστράπτουσες ακτίνες του καινούργιου πολιτισμού (Papatsonis)
[fr kath απαστράπτων, prp of απαστράπτω, q.v.]
- resplendent, shining (near-syn αστραφτερός):