Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απασβέστωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απασβέστωση η [apazvéstosi] Ο33 : (ιατρ.) μείωση της περιεκτικότητας αλάτων του ασβεστίου στα οστά και στα δόντια.

[λόγ. απ(ο)- ασβέστ(ιον) -ωσις > ωση μτφρδ. γαλλ. décalcification]

[Λεξικό Γεωργακά]
απασβέστωση [apazvéstosi] η, & kath απασβέστωσις, gen απασβέστωσης & απασβεστώσεως (L)
  • ① heating process for turning limestone into lime, lime-burning, calcination (syn L ασβεστοποίηση)
  • ② removal or loss of calcium, decalcification:
    • ο μεταβολισμός του ασβεστίου συντελεί στην αποκατάσταση των οστών σε περίπτωση ειδικής παθήσεως (φυματίωσις οστών, απασβέστωσις) (GLadas)

[fr kath (neol Koumanoudis) απασβέστωσις, der of απασβεστώ; cf MG ασβέστωσις (Hesychius, s.v. κονίασις)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες