Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαρχαιωμένος -η -ο [aparxeoménos] Ε3 : που έχει μείνει στο πνεύμα και στις απαιτήσεις πολύ παλαιότερων εποχών, που δεν έχει καθόλου εκσυγχρονιστεί, δεν έχει παρακολουθήσει τις νεότερες εξελίξεις και γι΄ αυτό θεωρείται ξεπερασμένος και κατά συνέπεια λανθασμένος: Aπαρχαιωμένη θεωρία / μέθοδος διδασκαλίας. Aπαρχαιωμένοι θεσμοί. Έχει απαρχαιωμένες αντιλήψεις / ιδέες. || Aπαρχαιωμένες φράσεις και εκφράσεις της νεοελληνικής γλώσσας, που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά.
[λόγ. < αρχ. ἀπηρχαιωμένος μππ. του ἀπαρχαιοῦμαι με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τον ενεστ. του ρ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαρχαιωμένος, -η, -ο [aparçeoménos] (& kath απηρχαιωμένος) (L)
- antiquated, outdated, obsolete (syn παλαιωμένος L, ξεπερασμένος, ant συγχρονισμένος):
- ~ εξοπλισμός, απαρχαιωμένες εγκαταστάσεις |
- απαρχαιωμένα όργανα, πλοία |
- ~ νόμος, όρος |
- απαρχαιωμένες απόψεις, ιδέες, λέξεις, μέθοδοι |
- απηρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα |
- το τρένο είναι ένα μέσο μεταφοράς κατηγορηματικά απαρχαιωμένο (Thrylos) |
- δίδασκε μια φυσική απαρχαιωμένη (Xenop)
- ⓐ old-fashioned (ant μοντέρνος):
- απαρχαιωμένη μετάφραση, τέχνη |
- απαρχαιωμένο καπέλο, πνεύμα, σύμβολο |
- απαρχαιωμένα και αφελή αισθήματα |
- αστράφτει η απηρχαιωμένη καθαρεύουσα κάτω απ' την πένα του συγγραφέα (Psathas) |
- poem ζούμε | κόσμους απροσδιόριστους, καιρούς απαρχαιωμένους (Papatsonis)
[ppp of απαρχαιώνω; kath απηρχαιωμένος ← K, AG, ppp of ἀπαρχαιοῦμαι (-όομαι)]
- antiquated, outdated, obsolete (syn παλαιωμένος L, ξεπερασμένος, ant συγχρονισμένος):