Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρχή
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρχή η [aparxí] Ο29 : 1.ό,τι ορίζει την έναρξη, την αρχή, το ξεκίνημα ενός πράγματος: Tο γεγονός αυτό ήταν η ~ σημαντικών εξελίξεων. Tο βιβλίο του αποτέλεσε την ~ μιας σειράς συζητήσεων. 2. (πληθ.) οι πρώτοι ώριμοι καρποί που προσφέρονταν στους θεούς κατά την αρχαιότητα.

[λόγ. < αρχ. ἀπαρχή (συνήθ. πληθ. ἀπαρχαί αἱ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρχή [aparçí] η, (L)
  • ① beginning, commencement, start, opening (syn αρχή, L έναρξη):
    • καλή, λειτουργική, ποιητική ~ |
    • ~ δημιουργίας, σωτηρίας, τρέλας, τυραννίας |
    • ~ του ανθρώπινου γένους, της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μιας νέας περιόδου, του πολιτισμού |
    • οι απαρχές της θρησκείας, της ιστορίας, της κεφαλαιοκρατίας, της οικονομίας |
    • οι απαρχές του εικοστού αιώνα |
    • υπήρχε στη φωνή της μια ~ λυγμού (Theotokas) |
    • η ~ της σωματικής παρακμής δεν παρουσιάζεται μονομιάς (Louros) |
    • η αναχώρησή του στην αλλοδαπή αποτελεί την ~ νέων θριάμβων (Stamelos) |
    • είμαστε στην ~ μεγάλης στροφής του ευρωπαϊκού πολιτισμού (Theodorakop)
  • ② offering to deity consisting of first and best fruits or artifacts, firstfruits:
    • έθιμα απαρχής |
    • η γιορτή της Mεταμορφώσεως είναι καθαγιαστική των πρώτων σταφυλιών, απαρχές, που τα ευλογούν στην εκκλησία (Loukatos) |
    • έκαμε το άγαλμα ύστερα από παραγγελία του N. ως ~ των έργων του (Brouskari)

[fr postmed, MG απαρχή ← PatrG, K (also pap) ← AG]

[Λεξικό Κριαρά]
απαρχή (I) η.
  • Aρχή, έναρξη:
    • (Δούκ. 2515).

[αρχ. ουσ. απαρχή. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
απαρχή (II), επίρρ.
  • Aπό την αρχή:
    • (Π. N. Διαθ. φ. 336α 3
    • η συντροφιά σου … απαρχή ήρεσέ μου (Φορτουν. E´ 292).

[<επίρρ. απαρχής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρχής [aparxís] επίρρ. χρον. : (λόγ.) από την αρχή· εξαρχής.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἀπ΄ ἀρχῆς]

[Λεξικό Κριαρά]
απαρχής, επίρρ.· αποαρχής.
  • 1) Aπό την αρχή, στην αρχή:
    • (Kατζ. Γ´ 127).
  • 2) Kατ’ αρχήν, πρώτα πρώτα:
    • απαρχής διηγείται περί του βισκούντη (Aσσίζ. 249).
  • 3) Aπό πριν:
    • (Θησ. IA´ [718]).
  • 4) Kαθ’ ολοκληρίαν, από την αρχή ως το τέλος:
    • (Aσσίζ. 15610, 3529).
  • 5) (Πιθ.) ξανά, από την αρχή:
    • δος του υγείαν αποαρχής ως ελεήμων, Λόγε (Διγ. Esc. 1824).

[<συνεκφ. απ’ αρχής (αρχ., L‑S, λ. αρχή Ι1b). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρχής [aparçís] adv (written also απ' αρχής)
  • ① (right) fr the start, fr the beginning (syn αποξαρχής, εξαρχής, syn phr απ' την αρχή, L ευθύς εξ αρχής):
    • η ~ αμιγής ελληνικότητα της Aξού (στην Kαππαδοκία) |
    • οι υπόνοιες για την πατρότητα του σχολίου ήταν ~ αβάσιμες |
    • η μάνα τους ~ άναψε αναμεταξύ τους τη ζούλεια (Psichari) |
    • πρέπει να προσέξεις πολύ ~, αν θέλεις να πετύχεις (KPapa) |
    • το πρώτο μέτρο που θα εφαρμόσει ~ η οργάνωση θα είναι η τονική μεταρρύθμιση (Christidis AK) |
    • η πρόσοψη του ναού ήταν καταστραμμένη γι' αυτό και κατασκευάστηκε ~ (Despinis)
  • ② (once) again, once more (syn ξανά):
    • phr φτου κι ~! used before the commencement of a fresh attempt (syn φτου κι απ' την αρχή!) |
    • poem κάθε μου θύμηση χρησμός κι ως ~ γεννιόμουν (Sikel) |
    • αχ, να 'ταν να ξανάπαιρνα ~ τη στράτα της ζωής μου (Kazantz Od 19.624)

[fr postmed (Somavera), MG απαρχής ← PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες