Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαρτχάιντ το [apartxáid] Ο (άκλ.) : η πολιτική των φυλετικών διακρίσεων.
[λόγ. < αγγλ. apartheid < ολλανδ. apartheid (apart < γαλλ. à part `κατά μέρος, χωριστά΄)]