Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαρτίζω [apartízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) για τα επί μέρους στοιχεία (πρόσωπα ή πράγματα) που συναποτελούν ένα λειτουργικό και ενιαίο σύνολο: Tα μέλη που απαρτίζουν την επιτροπή. Kάθε ομάδα απαρτίζεται από έντεκα παίχτες.
[λόγ. < αρχ. ἀπαρτίζω `συμπληρώνω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- απαρτίζω.
-
- 1) Tακτοποιώ, κανονίζω:
- (Δούκ. 1411).
- 2) Eτοιμάζω, συγκροτώ:
- στόλον απαρτίζει κατά του δουκός (Δούκ. 1479).
- 3) Tακτοποιώ διαιρώντας:
- (Rechenb. 389).
- 4) (Προκ. για κτίσμα) αποπερατώνω την οικοδόμηση:
- (Δούκ. 3076).
[αρχ. απαρτίζω. H λ. και σήμ.]
- 1) Tακτοποιώ, κανονίζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαρτίζω [apartízo] ipf απάρτιζα, aor απάρτισα (subj απαρτίσω), mediop απαρτίζομαι, ipf απαρτιζόμουν, aor απαρτίστηκα & απαρτίσθηκα (subj απαρτισθώ), pf & plupf είμαι-ήμουν απαρτισμένος (L)
- ① make up, constitute (syn L αποτελώ, κάνω, L συγκροτώ):
- τα άτομα απαρτίζουν το σύνολο |
- οι επίσκοποι απαρτίζουν τη σύνοδο |
- η συλλογή απαρτίζει τρεις τόμους |
- δεκαπέντε οικογένειες απαρτίζουν τώρα κάθε κοινότητα (Athanasiadis-N) |
- την πολιτική τους ηγεσία την απάρτιζαν μικροί και άβουλοι άνθρωποι (Seferis) |
- υπάρχει ανομοιογένεια των στοιχείων που απαρτίζουν τον πληθυσμό (Poulianos) |
- μόνο στον 16ο αιώνα ξεχώρισε η νουβέλα στη Γαλλία και απάρτισε ένα ειδικό λογοτεχνικό είδος (Kanellop)
- ⓐ mediop απαρτίζομαι be composed of, be made up of, consist of (syn L αποτελούμαι, συγκροτούμαι, συνίσταμαι):
- το δικαστήριο απαρτίζεται από δώδεκα δικαστές |
- ο θίασος απαρτίζεται από ηθοποιούς περιωπής |
- η ιταλική παράταξη απαρτιζόταν από τρεις μεραρχίες (Terzakis) |
- η αρχαία τραγωδία απαρτίστηκε από το δωρικό χορικό και τον ιωνικό διάλογο (Kakridis)
- ② set up, form, establish (syn συγκροτώ, σχηματίζω):
- μια καινούργια τάξη έχει ανάγκη να απαρτίσει τη θεωρητική της εδραίωση (Dimaras) |
- η διάνοια συναρτά τα δεδομένα της εμπειρικής εποπτείας και απαρτίζει την αντικειμενική ενότητα της πραγματικότητας (Theodorakop) |
- αυτό ήταν το πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί για ν' απαρτισθεί η ηθική θεωρία (Papanoutsos)
[fr kath απαρτίζω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]
- ① make up, constitute (syn L αποτελώ, κάνω, L συγκροτώ):