Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρτία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρτία η [apartía] Ο25 : η παρουσία σε μια συνεδρίαση συλλόγου, σωματείου κτλ. του ελάχιστου απαραίτητου αριθμού μελών για να είναι έγκυρες οι αποφάσεις που θα παρθούν: Δεν έγινε συνέλευση από έλλειψη απαρτίας. Yπάρχει ~. Δεν έχουμε ~. Ένσταση απαρτίας, για το αν υπάρχει απαρτία ή όχι. || (επέκτ.) για ομάδα ανθρώπων, παρέα κτλ.: Kάθε πρωτοχρονιά όλη η οικογένεια βρισκόταν σε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀπαρτία `σύνολο νοικοκυριού, σύνολο λαφύρων΄ (< ἀπαίρω `σηκώνω΄) με σφαλερή ετυμ. συσχέτιση προς το απαρτίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρτία [apartía] η, (L) law etc
  • number of officers or members of a body required for the legal transaction of business, quorum:
    • έχω, σχηματίζω ~ |
    • το συμβούλιο βρίσκεται σε ~ |
    • ένσταση απαρτίας |
    • αν δεν πάω, δε θα γίνει ~, θα ματαιωθεί η συνεδρίαση εξαιτίας μου (Theotokas)
  • ⓐ presence of all the members of a group, full participation:
    • η συντροφιά ~· ο γαμπρός ρητόρευε κλ (Terzakis)

[fr kath απαρτία ← PatrG, K (also pap) ← AG ἀπαρτία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες