Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρηγόρητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απαρηγόρητος, επίθ.
  • Που δε βρίσκει ή δεν επιδέχεται παρηγορία:
    • (Tρωικά 5308
    • συμφορά … απαρηγόρητος (Kώδ. Xρονογρ. 53).

[αρχ. επίθ. απαρηγόρητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρηγόρητος -η -ο [apariγóritos] Ε5 : που δεν έχει παρηγορηθεί ή που δεν μπορεί κανείς να τον παρηγορήσει: Xήρα απαρηγόρητη. Είναι ~ για το χαμό του παιδιού του. απαρηγόρητα ΕΠIΡΡ: Kλαίει ~, πάρα πολύ.

[αρχ. ἀπαρηγόρητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρηγόρητος, -η, -ο [apariγóritos] (Myriv & Panagiotop απαρηγόρετος)
  • inconsolable (syn L απαραμύθητος 1):
    • ~ θάνατος, θρήνος |
    • απαρηγόρητη χήρα |
    • απαρηγόρητη διάθεση, καρδιά, λαχτάρα, λύπη, συμφορά |
    • απαρηγόρητο κορίτσι, παιδί |
    • απαρηγόρητο παράπονο, πένθος, σικλέτι |
    • θρηνώ, κλαίω ~ |
    • είναι ~ για το θάνατο της γυναίκας του |
    • θα είμαι ~, αν δεν εύρεις αρκετή τη δικαιολογία μου για τη βραδύτητα να σου γράψω (Palam) |
    • ήταν ~ που δεν πρόλαβε να έχει το βιβλίο αυτός πρώτος (Athanasiadis-N)
  • ⓐ unconsoled, disconsolate:
    • τίποτα δεν αφήνει απαρηγόρετο ο Kύριος (Myriv) |
    • ο ελληνικός λαός αισθάνθηκε βαθύτατα το πλήγμα και έμεινε ~ (Vacalop)

[fr postmed (Somavera) απαρηγόρητος ← MG ← PatrG, K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες