Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαρατήρητα [aparatírita] adv
- unobservedly, inconspicuously, unnoticeably:
- ήρθε, πέρασε ~ |
- συναντήθηκαν ~ |
- σαλεύανε τα χείλια του λιγάκι, έτσι, ~ (Psichari) |
- κοίταζε πώς το γληγορότερο και πιο ~ να γλυτώσει από την ενόχληση (Palam, adapted)
[der of απαρατήρητος; cf K, PatrG ἀπαρατηρήτως]
- unobservedly, inconspicuously, unnoticeably: