Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απαρασάλευτος, επίθ.
-
- Aδιάσειστος, ακλόνητος:
- πίστιν … απαρασάλευτον (Φυσιολ. (Zur.) XIX 4b8).
[<στερ. α‑ + παρασαλεύω. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]
- Aδιάσειστος, ακλόνητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαρασάλευτος -η -ο [aparasáleftos] Ε5 : που δεν μπορεί κανείς να τον μετακινήσει από τη θέση του· αμετακίνητος, σταθερός, ακλόνητος.
απαρασαλεύτως & απαρασάλευτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπαρασάλευτος, ἀπαρασαλεύτως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαρασάλευτος, -η, -ο [aparasáleftos]
- ① unshakable, immovable, permanent, established (syn ασάλευτος, near-syn αμετακίνητος 2, στερεός):
- ~ νόμος |
- απαρασάλευτη αρχή, βάση, τάξη |
- ~ κανόνας hard and fast rule |
- δυο γερά κι ακλόνητα στηρίγματα τον βαστάνε απαρασάλευτο (Melas) |
- ποιο μπορεί να είναι το απαρασάλευτο σημείο αναφοράς και θεμελίωσης; (Malevitsis)
- ② immutable, invariable, unchanged (syn ανάλλαγος 1, ασάλευτος):
- απαρασάλευτα ιδεώδη, ηθικά κριτήρια |
- αιώνια κι απαρασάλευτη αλήθεια |
- όσο κι αν περάσουν οι καιροί, ο Όμηρος μένει ο ίδιος, ~ (Palam) |
- έτσι χιλιάδες χρόνια, απαρασάλευτες ζουν οι συνθήκες της ερήμου (Kazantz) |
- ο κόσμος είχε ένα ρυθμό αγέννητο, αθάνατο, απαρασάλευτο (Karagatsis) |
- το διάβασμα και το γράψιμο ήταν η απαρασάλευτη απασχόλησή μου (Panagiotop)
- ③ firm, strong, steadfast, unwavering (syn ακλόνητος, ασάλευτος):
- ~ έρωτας, στόχος |
- απαρασάλευτη αποφασιστικότητα, ευλάβεια, πίστη |
- απαρασάλευτες φυσικές δυνάμεις |
- η εκκλησία συμβολίζει το απαρασάλευτο δόγμα (Palam) |
- ο σεβασμός του και η προσήλωσή του προς την ανόθευτη τούτη πηγή της νεοελληνικής παράδοσης έμειναν απαρασάλευτα (Chourmouzios) |
- πίσω από το μαγνάδι τούτο κανείς δεν μπορεί με απαρασάλευτη βεβαιότητα να μαντέψει τι υπάρχει (Panagiotop)
- ④ solid, indisputable, incontestable, irrefutable (syn αδιάσειστος, ασάλευτος, ατράνταχτος):
- απαρασάλευτη κρίση, απαρασάλευτα τεκμήρια, επιχειρήματα |
- η επιστήμη του καιρού μας ανακαλύπτει απαρασάλευτα ιστορικά δεδομένα (Panagiotop) |
- ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει με απαρασάλευτα τεκμήρια μια εποχή (Chatzinis)
[fr MG απαρασάλευτος ← PatrG, cpd w. *παρασαλευτός]
- ① unshakable, immovable, permanent, established (syn ασάλευτος, near-syn αμετακίνητος 2, στερεός):