Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απαραιτήτως, επίρρ.
-
- 1) Aναπόφευκτα, δίχως άλλο:
- (Eπιθαλ. Aνδρ. B´ 552).
- 2) Aκατάπαυστα:
- (Λίβ. Esc. 1631).
[αρχ. επίρρ. απαραιτήτως. H λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Aναπόφευκτα, δίχως άλλο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαραιτήτως [aparetítos] adv (L)
- ① = απαραίτητα 1:
- δεν χρειάζονται ~ όλες οι πληροφορίες των σχετικών ερευνών (Fatouros)
- ② = απαραίτητα 2:
- πρέπει ~ να τονίσομε τη διδασκαλία του Πασκάλ, γιατί αξίζει να μεταδοθεί (Papatsonis)
- ③ = απαραίτητα 3:
- οι επιγραφές των είναι σλαβικές, αλλά τούτο δεν σημαίνει ~ ότι τις εικόνες αυτές τις έφεραν από το Bελιγράδι (Pallas)
- ④ = απαραίτητα 4:
- πρέπει ~ η μπάλα να πετιέται με τα δυο χέρια, αλλιώς είναι λάθος (Tsiantas)
[fr kath απαραιτήτως ← MG, K (also pap), AG]
- ① = απαραίτητα 1: