Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαραίτητο [aparétito] το, (L)
- ① thing needed, requisite, wherewithal (syn in αναγκαίο 1α):
- έχει τα απαραίτητα για το ταξίδι |
- του λείπουν τα απαραίτητα για τη δουλειά |
- τα απαραίτητα για τη ζωή life's bare necessities (near-syn τα μέσα διαβιώσεως, τα προς το ζην) |
- αδιαφορεί για οτιδήποτε είναι πέρα από το ~ (Tsatsos) |
- δουλεύει σκληρά για να εξασφαλίσει το ~ (Chatzinis)
- ② requisiteness, necessity (syn L αναγκαιότητα):
- το ~ της στρατιωτικής επέμβασης
[substantiv. n of απαραίτητος]
- ① thing needed, requisite, wherewithal (syn in αναγκαίο 1α):
[Λεξικό Κριαρά]
- απαραίτητος, επίθ.
-
- Aναπόφευκτος:
- (Bέλθ. 67).
[αρχ. επίθ. απαραίτητος. H λ. και σήμ.]
- Aναπόφευκτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαραίτητος -η -ο [aparétitos] Ε5 : που είναι απόλυτα αναγκαίος, που τον χρειάζεται κάποιος οπωσδήποτε ή που δεν μπορεί να γίνει κτ. χωρίς αυτόν: Πρέπει πρώτα να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. H παρουσία σου στο δικαστήριο κρίνεται απαραίτητη. Δεν έχει τα απαραίτητα εφόδια / τις απαραίτητες γνώσεις. Mας έγινες ~. || Είναι απαραίτητο να
, πρέπει: Είναι απαραίτητο να σε δω σήμερα. || (ως ουσ.) τα απαραίτητα, ό,τι χρειαζόμαστε στην καθημερινή ζωή: Nα ΄χαμε τουλάχιστον τα απαραίτητα δε θα παραπονιόμασταν.
απαραίτητα & απαραιτήτως ΕΠIΡΡ οπωσδήποτε: Πρέπει ~ να έχετε μαζί σας την αστυνομική ταυτότητα. [λόγ. < αρχ. ἀπαραίτητος `που δε συγκινείται με προσευχές, αδυσώπητος΄ σημδ. γαλλ. inévitable, indispensable· λόγ. < αρχ. ἀπαραιτήτως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαραίτητος, -η, -ο [aparétitos] (L)
- indispensable, essential (syn αναγκαίος2 2, απαιτούμενος 2):
- απαραίτητη βάση, γνώση, μόρφωση |
- απαραίτητα είδη, στοιχεία, χρήματα |
- πράγματα απαραίτητα στο ταξίδι |
- ~ όρος, απαραίτητη προϋπόθεση necessary condition, sine qua non |
- απαραίτητα δικαιολογητικά necessary supporting documents |
- η τεχνική βοήθεια είναι απαραίτητη για την επιβίωση της βιοτεχνίας |
- απαραίτητη η καθαριότης του στόματος ύστερ' από κάθε φαγητό (Louros) |
- όταν θα πέθαινε, δε θα τον έθαφταν σύμφωνα με τους απαραίτητους τύπους (Kazantz) |
- μια λεπτότητα κοσμική είναι το πρώτο και απαραιτητότερο προσόν για τον Έλληνα διπλωμάτη (Athanasiadis-N) |
- poem και ~, και μόνος, και μεγάλος | αμέσως πάντα βρίσκεται κανένας άλλος (Kavafis)
[fr kath απαραίτητος ← MG ← K (also pap), AG]
- indispensable, essential (syn αναγκαίος2 2, απαιτούμενος 2):