Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαραίτητα [aparétita] adv
- ① indispensably, unavoidably, perforce (syn απαραιτήτως 1, οπωσδήποτε):
- τα χάνια ~ έπρεπε εκεί κοντά να έχουν δροσερή πηγή (Vacalop) |
- μεγάλες τουριστικές εταιρίες στα προγράμματα εκδρομών περιλαμβάνουν ~ τη Pόδο (Varelas) |
- το ανάγλυφο είναι πάντα αφιερωματικό και εικονίζει ~ θεούς και ήρωες (Charitonidis)
- ② of necessity, necessarily (syn απαραιτήτως 2, αναγκαστικά):
- η χώρα χρειάζεται ~ δύο χιλιάδες φορτηγά |
- για να ιδεί το μάτι χρειάζεται ~ το φως (Papanoutsos) |
- ~ ο συνομιλητής πρέπει να γνωρίζει το θέμα της συζήτησης (Geros)
- ③ as a logically necessary consequence, necessarily (syn απαραιτήτως 3, αναγκαστικά):
- η κρητική καταγωγή του ζωγράφου δεν σημαίνει ~ ότι η εικόνα ζωγραφήθηκε στην Kρήτη (Pallas)
- ④ obligatorily, necessarily (syn απαραιτήτως 4, υποχρεωτικά):
- για να εκλεγούν μέλη του συλλόγου έπρεπε ~ ν' αποκηρύξουν αυτά τα παιδικά τους αμαρτήματα (Evelpidis) |
- η μπάλα ~ θα πρέπει να κάνει γκελ στον κύκλο (Tsiantas)
[der of απαραίτητος; cf απαραιτήτως]
- ① indispensably, unavoidably, perforce (syn απαραιτήτως 1, οπωσδήποτε):