Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρίθμηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρίθμηση η [aparíθmisi] Ο33 : λεπτομερής έκθεση και αναφορά πραγμάτων ή γεγονότων κατά σειρά.

[λόγ. < αρχ. ἀπαρίθμη(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρίθμηση [aparíθmisi] η, gen απαρίθμησης & απαριθμήσεως, pl απαριθμήσεις (L)
  • enumeration, listing, count (syn L καταμέτρηση, D αράδιασμα):
    • απλή, λεπτομερής, ξερή, πρόχειρη ~ |
    • ~ γεγονότων, πράξεων, χαρακτηριστικών |
    • η ~ των συλλογών του ποιητή |
    • ιστορική ~ διαφόρων θεωριών |
    • για να κερδίσει τον έρωτά της, της έκαμε μιαν ~ των προτερημάτων του (Athanasiadis-N) |
    • η απαρίθμησή μας δεν έχει την αξίωση ότι εξαντλεί το θέμα (Papanoutsos)
  • ⓐ counting (syn μέτρημα, μέτρηση L):
    • η πράξη με την οποία βρίσκουμε πόσα είναι τα πράγματα που απαρτίζουν μια συλλογή λέγεται μέτρημα ή ~ των πραγμάτων της συλλογής |
    • τα αντικειμενικά μέτρα διαλαμβάνουν διαφόρους υπολογισμούς δεικτών και πηλίκων στηριγμένα πάνω στην ~ ορισμένων κατηγοριών λέξεων, προτάσεων κλ (Geros)

[fr kath απαρίθμησις ← MG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες