Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απαράμιλλος, επίθ.
-
- Που δεν μπορεί να παραβληθεί με άλλον, ασύγκριτος:
- (Γλυκά, Στ. B´ 56).
[<στερ. α‑ + μτγν. παραμιλλάομαι. H λ. τον 9.-10. αι. (LBG) και σήμ.]
- Που δεν μπορεί να παραβληθεί με άλλον, ασύγκριτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαράμιλλος -η -ο [aparámilos] Ε5 : που είναι τόσο ανώτερος, καλύτερος κτλ. ώστε δεν υπάρχει τίποτα με το οποίο να μπορεί να συγκριθεί· ασύγκριτος, άφταστος, ανυπέρβλητος: Aπαράμιλλο θάρρος. Aπαράμιλλη ποιότητα. Είμαστε απαράμιλλοι στις τιμές μας, πουλάμε πολύ φτηνά.
απαράμιλλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. απαράμιλλος < αρχ. παράμιλλος `ασυναγώνιστος΄ με προσθήκη του α- 1 για να ξαναγίνει διαφανής η σύγκριση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαράμιλλος, -η, -ο [aparámilos] (L)
- unrivaled, matchless, unsurpassed (syn ανυπέρβλητος 1, αξεπέραστος 4, απαράβαλτος, ασύγκριτος, ασυναγώνιστος, άφθαστος):
- ~ λόγος, τεχνίτης, χορευτής |
- απαράμιλλη γοητεία, δόξα, μαστοριά, μεγαλοφυΐα, χαρά |
- απαράμιλλο γούστο, κατόρθωμα, μεγαλείο, τραγούδι |
- φράσεις απαράμιλλες σε έκφραση |
- η φύσις την έχει προικίσει με ομορφιές απαράμιλλες (Varelas) |
- τα αντρικά του γυμνά θα μείνουν απαράμιλλα για τους γερούς τόνους των (Papantoniou)
[fr kath απαράμιλλος ← MG (Kriaras' Lex) cpd w. AG παράμιλλος, cpd of phr παρ' ἃμιλλαν]
- unrivaled, matchless, unsurpassed (syn ανυπέρβλητος 1, αξεπέραστος 4, απαράβαλτος, ασύγκριτος, ασυναγώνιστος, άφθαστος):