Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απαράδεκτος, επίθ.
-
- ?:
- φίλος απαράδεκτος εις όλους εγενόμην (Σαχλ., Aφήγ. 278 (μήπως ‑τός;)).
[πιθ. τ. του επιθ. παραδεκτός]
- ?:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαράδεκτος -η -ο [aparáδektos] & απαράδεχτος -η -ο [aparáδextos] Ε5 : που δεν μπορεί να γίνει παραδεκτός γιατί βρίσκεται, κινείται έξω από τα πλαίσια της λογικής, της ηθικής, των κοινά αποδεκτών αξιών κτλ.: H πρόταση που μου έκανες είναι απαράδεκτη. Προβάλλει απαράδεχτους όρους. H παιδική θνησιμότητα είχε φτάσει σε απαράδεχτα υψηλά επίπεδα.
απαράδεκτα & απαράδεχτα ΕΠIΡΡ: Tου φέρθηκαν ~, πολύ άσχημα. [λόγ. < ελνστ. ἀπαράδεκτος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαράδεκτος, -η, -ο [apará∂ektos] (L) (& D απαράδεχτος)
- unacceptable, inadmissible (ant παραδεκτός):
- ~ δογματισμός, ισχυρισμός, κόσμος, όρος, φανατισμός |
- απαράδεκτη αδιακρισία, αντίληψη, αξίωση, άποψη |
- απαράδεκτη κατάσταση, παρέμβαση, σκληρότητα, τακτική, ψευτιά |
- απαράδεκτες ακρότητες, προτάσεις, συνθήκες |
- απαράδεκτα μέτρα, ποιήματα, συμπεράσματα, σχόλια |
- λύσεις εθνικώς απαράδεκτες |
- αδιέξοδα απαράδεκτα για το ζωντανό πνεύμα |
- η υποκρισία είναι ηθικά απαράδεκτη |
- μιλάει με τρόπο απαράδεχτο |
- καλή για ερωμένη, απαράδεκτη για σύζυγος (Palaiologos) |
- διατηρεί μια ψυχραιμία και μια νηφαλιότητα απαράδεκτες από το δικό μας κοχλασμό (Thrylos) |
- κάθε μορφή διχτατορίας τού ήταν απαράδεχτη (Myriv)
- ⓐ unbelievable, incredible, unthinkable (syn απίστευτος):
- απαράδεκτη θεωρία |
- είναι απαράδεκτο να μην ήξερε τις ανακοινώσεις τους (Louros) |
- είναι πολύ αμφίβολο, αν όχι απαράδεχτο, πως δεν υπάρχουν ανάλογα μ' εμάς όντα στα εκατομμύρια των πλανητών κλ (Evelpidis)
[fr postmed (Somavera) ← MG, PatrG, K ἀπαράδεκτος]
- unacceptable, inadmissible (ant παραδεκτός):