Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απαράγραπτος, επίθ.
-
- Aπαράβατος, αμετάτρεπτος, αμετάβλητος:
- αι προφητείαι ήσαν απαράγραπτοι (Iστ. πατρ. 922).
[<στερ. α‑ + παραγράφω. Πβ. μτγν. επίθ. απαράγραφος. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]
- Aπαράβατος, αμετάτρεπτος, αμετάβλητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαράγραπτος -η -ο [aparáγraptos] & απαράγραφος -η -ο [aparáγrafos] Ε5 : που δεν μπορούν να τον παραγράψουν 1, να τον ακυρώσουν: Είναι απαράγραπτο δικαίωμά μου, αναφαίρετο. Οι απαράγραπτοι ιστορικοί νόμοι.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαράγραπτος `που δεν παραμερίζεται΄ κατά τη σημ. της λ. παραγράφω 1· λόγ. < ελνστ. ἀπαράγραφος `χωρίς ορισμό΄, για προσαρμ. στη δημοτ. με βάση την αντιστοιχία: αρχ. ἄγραπτος - ἄγραφος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαράγραπτος, -η, -ο [aparáγraptos] (& D απαράγραφτος) (L)
- imprescriptible, indefeasible, inalienable (syn απαράγραφος, near-syn απαραβίαστος 2c):
- η παλιά αριστοκρατία ήταν η διαλεχτή τάξη με φυσικά προνόμια απαράγραπτα (Xenop, adapted) |
- το νεοελληνικό δραματολόγιο έχει απαράγραπτα δικαιώματα στην ελληνική σκηνή (Melas)
- ⓐ which cannot be annulled or made void, nonvoidable, unvoidable:
- η άκρα αριστερά είχε κάνει θεριά πολλούς Έλληνες· αυτό ήταν το απαράγραπτο έγκλημά της (Christidis EΣ, adapted) |
- poem μέγα ύμνο υψώνουν στους απαράγραπτους νόμους του προνοούντος (Diktaios)
[fr kath απαράγραπτος ← MG; cf K ἀπαράγραφος]
- imprescriptible, indefeasible, inalienable (syn απαράγραφος, near-syn απαραβίαστος 2c):