Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαράβατος -η -ο [aparávatos] Ε5 : που δεν μπορεί, δεν επιτρέπεται να τον παραβεί, να τον αθετήσει κάποιος: ~ όρκος / νόμος / όρος. Aπαράβατη συμφωνία.
απαράβατα ΕΠIΡΡ: Mια φορά το χρόνο έκαναν ~ την επίσκεψή τους. [λόγ. < ελνστ. ἀπαράβατος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαράβατος, -η, -ο [aparávatos] (L)
- not to be transgressed, inviolabe (syn αξεπέραστος 2, απαραβίαστος 3):
- ~ νόμος, όρκος |
- απαράβατη αρχή, προϋπόθεση |
- απαράβατο δικαίωμα inalienable right |
- απαράβατο καθήκον irremissible duty |
- ~ κανόνας hard and fast rule |
- ο M. Kωνσταντίνος δεν ξεχνούσε το τάξιμο της μητέρας του, που του 'χε αφήσει σαν απαράβατη διαθήκη (ATarsouli) |
- φαντάζομαι ότι μεταξύ διαφόρων φαινομένων υπάρχουν κανονικές κι απαράβατες σχέσεις (Lambridi) |
- η καθαριότητα είναι όρος ~ της καθημερινής ζωής (Karantonis)
[fr postmed (Somavera), MG απαράβατος ← PatrG, K (also pap)]
- not to be transgressed, inviolabe (syn αξεπέραστος 2, απαραβίαστος 3):