Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαξιώνω [apaksióno] Ρ1α : θεωρώ, κρίνω κτ. ως ανάξιο λόγου ή ανάρμοστο, δεν καταδέχομαι να κάνω κτ.: Aπαξίωσε να μου απαντήσει. ~ να πω ψέματα.
[λόγ. απαξι(ώ) -ώνω για προσαρμ. στη δημοτ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαξιώνω [apaksióno] ipf απαξίωνα, aor απαξίωσα (subj απαξιώσω), pass απαξιώνομαι, aor απαξιώθηκα (subj απαξιωθώ) (L)
- ① = απαξιώ:
- απαξιώνει να απολογηθεί, να κάνει τον σταυρό του |
- απαξίωνα να ρίξω μια τρυφερή ματιά στο σκυλί τους (Ouranis) |
- οι μορφωμένοι της Aνατολής απαξίωναν να ενδιαφερθούν για το τι γινόταν στη Δύση (Vacalop)
- ② philos etc reduce the value of, make or consider unworthy or worthless (ant αξιώνω 4, καταξιώνω):
- οι κυνικοί φιλόσοφοι απαξίωσαν τη ζωή |
- συστηματικά απαξιώνεται και παραμερίζεται κάθε ψυχική ιδιορρυθμία (Papanoutsos) |
- με την πρόοδο απαξιώνεται το παρελθόν και καταξιώνεται το μέλλον (Theodorakop) |
- με το μαρξισμό η εργασία και ο άνθρωπος απαξιώθηκαν και έγιναν πράγματα απνευμάτιστα (id.)
[fr kath απαξιώ (as αξιώνω fr αξιώ on basis of aor αξιώσω) ← PatrG, K, AG ἀπαξιῶ (-όω); s. also απαξιώ]
- ① = απαξιώ: