Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαξιώ [apaksió] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) β' εν. απαξιοίς, γ' απαξιοί, β' πληθ. απαξιοίτε : (λόγ.) απαξιώνω: ~ να σου απαντήσω.
[λόγ. < αρχ. ἀπαξιῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαξιώ [apaksió] απαξιοί, απαξιούμε, απαξιούτε, ipf απαξιούσα, aor απαξίωσα (subj απαξιώσω) (L)
- not to condescend, not to deign, disdain to (syn απαξιώνω 1, ant καταδέχομαι):
- ~ να απαντήσω, να δουλέψω, να ζητήσω βοήθεια |
- απαξιούν ακόμα και να το σκεφθούν |
- η κυβέρνηση απαξιούσε να πάρει στα σοβαρά το κίνημα αυτό (Ouranis) |
- το προξενείο απαξίωσε να ικανοποιήσει το αίτημα (Palaiologos) |
- μίλησα πρώτος απαξιώντας να κάνω οποιοδήποτε σχόλιο για τη διακοπή (ASchinas)
[fr kath απαξιώ ← PatrG, K, AG ἀπαξιῶ (-όω); s. also απαξιώνω]
- not to condescend, not to deign, disdain to (syn απαξιώνω 1, ant καταδέχομαι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαξιώνω [apaksióno] Ρ1α : θεωρώ, κρίνω κτ. ως ανάξιο λόγου ή ανάρμοστο, δεν καταδέχομαι να κάνω κτ.: Aπαξίωσε να μου απαντήσει. ~ να πω ψέματα.
[λόγ. απαξι(ώ) -ώνω για προσαρμ. στη δημοτ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαξιώνω [apaksióno] ipf απαξίωνα, aor απαξίωσα (subj απαξιώσω), pass απαξιώνομαι, aor απαξιώθηκα (subj απαξιωθώ) (L)
- ① = απαξιώ:
- απαξιώνει να απολογηθεί, να κάνει τον σταυρό του |
- απαξίωνα να ρίξω μια τρυφερή ματιά στο σκυλί τους (Ouranis) |
- οι μορφωμένοι της Aνατολής απαξίωναν να ενδιαφερθούν για το τι γινόταν στη Δύση (Vacalop)
- ② philos etc reduce the value of, make or consider unworthy or worthless (ant αξιώνω 4, καταξιώνω):
- οι κυνικοί φιλόσοφοι απαξίωσαν τη ζωή |
- συστηματικά απαξιώνεται και παραμερίζεται κάθε ψυχική ιδιορρυθμία (Papanoutsos) |
- με την πρόοδο απαξιώνεται το παρελθόν και καταξιώνεται το μέλλον (Theodorakop) |
- με το μαρξισμό η εργασία και ο άνθρωπος απαξιώθηκαν και έγιναν πράγματα απνευμάτιστα (id.)
[fr kath απαξιώ (as αξιώνω fr αξιώ on basis of aor αξιώσω) ← PatrG, K, AG ἀπαξιῶ (-όω); s. also απαξιώ]
- ① = απαξιώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαξίωση [apaksíosi] η, (L)
- reduction of value, making or considering sth unworthy or worthless, devaluation, depreciation (ant καταξίωση):
- ~ των ηθικών αξιών, του ανθρώπου, του λαού, του πνεύματος |
- να μη προχωρήσομε σε ~ αλλά σε μεταξίωση της πνευματικής κληρονομιάς του τόπου μας (Theodorakop) |
- η χριστιανική βιοθεωρία προσέφερε την ~ της εξωτερικής ομορφιάς (Pallas, adapted)
[fr kath απαξίωσις ← K]
- reduction of value, making or considering sth unworthy or worthless, devaluation, depreciation (ant καταξίωση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαξιωτικός, -ή, -ό [apaksiotikós] (L)
- reducing the value of sth, making or considering sth worthless, depreciatory:
- η υποκοριστική κατάληξη δεν έχει απαραίτητα απαξιωτικό χαρακτήρα (Stathis) |
- η απαξιωτική θεωρία του κράτους προβλέπει ότι το κράτος θα είναι περιττό και θα εκλείψει (Despotop, adapted)
[fr kath (neol) απαξιωτικός, der of *απαξιωτός (: απαξιώ)]
- reducing the value of sth, making or considering sth worthless, depreciatory: