Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαξίωση [apaksíosi] η, (L)
- reduction of value, making or considering sth unworthy or worthless, devaluation, depreciation (ant καταξίωση):
- ~ των ηθικών αξιών, του ανθρώπου, του λαού, του πνεύματος |
- να μη προχωρήσομε σε ~ αλλά σε μεταξίωση της πνευματικής κληρονομιάς του τόπου μας (Theodorakop) |
- η χριστιανική βιοθεωρία προσέφερε την ~ της εξωτερικής ομορφιάς (Pallas, adapted)
[fr kath απαξίωσις ← K]
- reduction of value, making or considering sth unworthy or worthless, devaluation, depreciation (ant καταξίωση):