Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαξία η [apaksía] Ο25α : (φιλοσ.) έλλειψη, απουσία ηθικών κυρίως ή αισθητικών αξιών: H επίγνωση της απαξίας μας.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαξία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαξία [apaksía] η, (L)
- lack of value or worth, worthlessness, demerit (ant αξία 2b):
- η αξία ή η ~ ενός γεγονότος, ενός προσώπου, ενός συγγραφέα |
- η διδακτική ~ του έργου επαληθεύεται συνεχώς |
- τακτοποιημένη και συμμαζεμένη, η σειρά αυτή των πεζογραφημάτων μπορεί να δώσει αισθητότερα την αξίαν ή την ~ της (Palam, adapted)
- ⓐ undesirable quality, demerit:
- η ηθική ~ της ιδιοτέλειας |
- δεν είναι ο φόνος που έχει αξία καθαυτόν, απεναντίας είναι ~ (Tsatsos) |
- η γενοκτονία καταδικάζεται ως βάρβαρη, δηλαδή ως φορέας ηθικής απαξίας (Papanoutsos)
- ⓑ philos etc the opposite of a value, negative value (ant αξία 3):
- αισθητική ~ |
- κριτήριο αξίας και απαξίας |
- κατάλογος αξιών και απαξιών |
- αξιολογική κρίση είναι η απόφανση περί της αποδινόμενης σ' ένα αντικείμενο αξίας ή απαξίας (Papanoutsos)
[fr kath απαξία ← K, AG]
- lack of value or worth, worthlessness, demerit (ant αξία 2b):