Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απανωτός -ή -ό [apanotós] Ε1 (συνήθ. πληθ.) : 1.που βρίσκεται ο ένας πάνω στον άλλο: Tα χιόνια απανωτά τα στοίβασε ο χειμώνας. Λιθάρι απανωτό δεν έμεινε σ΄ εκείνο τον τόπο. 2. που ακολουθεί, διαδέχεται, συνήθ. με ταχύτητα, ο ένας τον άλλο: Aπανωτές ερωτήσεις / ατυχίες / στεναχώριες. Tον βρήκανε απανωτά βάσανα. Εκείνη την εποχή συνέβησαν απανωτά γεγονότα.
απανωτά ΕΠIΡΡ: H μοίρα τον χτύπησε ~. Δέκα μέρες ~ έβρεχε. [απάνω -τός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανωτός, -ή, -ό [apanotós] (πανωτός & επανωτός)
- ① being one on top of another, lying one over another, layered:
- απανωτοί εξώστες |
- απανωτές ζώνες, ταράτσες |
- απανωτά ρούχα |
- σκηνή τριπλή σ' απανωτά επίπεδα |
- επανωτές αναδιπλώσεις του εδάφους |
- σχεδιαγραφήσαμε τους απανωτούς κόσμους που αποτελούν το αντικείμενο της συνείδησης (Lambridi) |
- θαμάζανε την ίριδα των ματιών του που ήταν ανοιχτογάλαζη και χρυσαφιά σε δυο απανωτούς κύκλους (Plaskovitis) |
- την μεγάλη διάρκεια του πολιτισμού την βεβαιώνουν τα απανωτά παχιά στρώματα (NPlaton) |
- poem κ' εκείνοι γύρα του στο πατημένο χώμα | κειτόνταν πανωτοί (Homer Od 23.47 Kaz-Kakr) |
- τώρα βουνά σιωπής | και πάγοι απανωτοί τον ύπνο σου σκεπάζουν (Avgeris)
- ⓐ added, additional (syn L πρόσθετος):
- έβαλε χαράτσι απανωτό στην πόλη
- ⓑ found on the surface, superficial (near-syn L επιφανειακός):
- παίρνουμε τα εξωτερικά μας, τα απανωτά, τα δευτερεύοντα γνωρίσματα του είναι μας για ουσιαστικά (Palam)
- ② following one upon another, in rapid succession, successive (syn L αλλεπάλληλος):
- απανωτές διαταγές, ειδήσεις, εκδόσεις |
- απανωτές αστραπές, εκρήξεις, επιθέσεις, ριπές |
- απανωτά γράμματα, κύματα, τηλεγραφήματα, χτυπήματα |
- απανωτά ζήτω |
- απανωτό δυνατό σφυροκόπημα |
- έπεσαν απανωτές οι δουλειές |
- έκανε δυο υποκλίσεις απανωτές |
- έσκασαν τρεις απανωτές οβίδες |
- καπνίζει (φουμάρει) απανωτά τσιγάρα |
- είδε δυο απανωτά όνειρα |
- προσηλωμένος στη γραφομηχανή του .. πετούσε απανωτά τα κείμενά του, χωρίς να τα ξαναδιαβάσει (Theotokas) |
- λαχταρούν τα γερά σερνικά που θα τους δώσουν τους μεγάλους κι απανωτούς σπασμούς (Karagatsis) |
- poem όμοια κ' οι Tρώες τους βασιλιάδες τους απανωτοί ακολουθούσαν | ο ένας στον άλλο πίσω κλ (Homer Il 13.800 Kaz-Kakr)
- ⓒ numerous:
- απανωτοί λόφοι, απανωτές εκθέσεις |
- απανωτά ερωτήματα, χρόνια |
- συναντήσαμε φάλαγγες στρατού απανωτές |
- το χαμόγελο της εγγλέζικης γης γοήτεψε απανωτούς αχόρταγους εραστές (Kazantz) |
- ήμουν μπουχτισμένος από λογής απανωτά διαβάσματα (Chatzinis)
- ③ repeated, frequent (near-syn συχνός):
- απανωτά χάδια και φιλιά |
- απανωτές διακηρύξεις για τη λευτεριά των λαών |
- επανωτές φορές του προτάθηκε η πατριαρχία (Floros)
[fr MG επανωτός (Kriaras' Lex, s.v. επανωτά, considers the form to be adv, but it is rather adj)]
- ① being one on top of another, lying one over another, layered: