Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαντώ
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
απαντώ· αμπαντώ· ’παντώ.
  • 1)
    • α) Συναντώ:
      • (Iστ. Bλαχ. 1734
    • β) προϋπαντώ, υποδέχομαι:
      • εξέβη ν’ απαντήσει … τον Μερκούριον (Kορων., Mπούας 116).
  • 2) Αποκρίνομαι (σε κ.), υπακούω:
    • (Δούκ. 439‑10).
  • 3)
    • α) Aντιμετωπίζω (σε μάχη, σε αγώνα, κλπ.), αντικρούω:
      • ορίζει τον ν’ αρματωθεί, πάγει να τον ’παντήσει (Iμπ. 104
      • να απαντήσει αδείλιαστα του Χάρου το δρεπάνι (Λίμπον. 327
    • β) (σε δικαστήριο) αντικρούω (αντίδικο):
      • (Aσσίζ. 836
    • γ) διώχνω, απομακρύνω:
      • τον καημόν τόν έχω ν’ απαντούσι (Φαλιέρ., Iστ. 638
    • δ) προστατεύω, προφυλάσσω:
      • Εάν ήσαν αληθινοί οι θεοί …, απαντηθήν ήθελαν από την ιστίαν (Διήγ. Aλ. V 49).
  • 4) Eμποδίζω:
    • Τούτα … τα σίδερα … απαντού σε; (Φαλιέρ., Iστ. 686).
  • 5) (Aμτβ.) αντέχω:
    • εδιαφεντεύγετον ώσπου απάντα (Mαχ. 42420).
  • 6)
    • α) Διαρκώ:
      • εποίκασιν πόλεμον και απάντησεν πολλήν ώραν (Mαχ. 36426
    • β) (προκ. για πράγμα) διατηρούμαι:
      • τα καρτσά … εσμίξαν τα με το χάρκωμαν ν’ απαντούν (Mαχ. 7620
    • γ) κρατιέμαι στη ζωή:
      • πόσον καιρόν ν’ απαντήσομεν, μέλλει να ’ποθάνομεν (Mαχ. 28).
  • 7) Iκανοποιώ:
    • (Σουμμ., Pεμπελ. 184).

[αρχ. απαντάω. Oι τ. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαντώ [apandó] απαντάω, & απαντένω), 3sg απαντά, απαντάει, 3pl απαντούν, απαντάν(ε), ipf απαντούσα & απάνταγα (& απάντενα), aor απάντησα (& L απήντησα), imper pr απάντα, imper aor απάντησε, mediop απαντιέμαι,
  • L απαντώμαι, 3sg απαντιέται, L απαντάται, 3pl απαντιούνται & απαντιόνται, L απαντώνται, ipf απαντιόμουν, aor απαντήθηκα (subj απαντηθώ), ppp απαντημένος
  • ① meet, encounter (syn ανταμώνω 1, συναντώ):
    • απαντήθηκαν στο δρόμο |
    • απάντησε τον αδερφό του, το φίλο του |
    • folkt τα παιδιά είναι ζωντανά και τ' απάντησε σήμερα ο βασιλιάς στο κυνήγι (Loukatos) |
    • ήταν από τους θελκτικότερους ομιλητές που μπορεί ν' απαντήσει κανείς (Melas) |
    • τάχυνα το βήμα για να μην απαντηθώ μαζί της (KChatzop) |
    • όταν απαντιούνται, γεννιέται ανάμεσά τους κάποια κρυφή συνεννόηση (Roufos)
  • ⓐ meet, come across, find (syn βρίσκω):
    • απαντάει τεράστιες δυσκολίες |
    • απαντούμε σπηλιές στις ακροθαλασσιές |
    • απαντούμε τον ρητορισμό σε κάθε είδος του λόγου |
    • τη λέξη αυτή την απάντησε στα διαβάσματά του |
    • folkt εκεί που περπατούσε, απάντησε κι άλλη αλουπού, το ίδιο κι αυτή ψόφια (Loukatos) |
    • την ποιητική δύναμη δεν την απήντησα σε κανένα έτσι αναπτυγμένη καθώς σ' εκείνον (Palam) |
    • η μητέρα μου θυμόταν τη φοβερή τρικυμία που απάντησε το βαπόρι (Xenop)
  • ② intr (L) be met w., be found, occur, happen (syn εμφανίζομαι, υπάρχω):
    • οι λέξεις αυτές απαντούν στα δημοτικά τραγούδια |
    • άφθονες υποσημειώσεις απαντούν στο κείμενο |
    • το θέμα δεν απαντά μονάχα στο μέρος αυτό της Iλιάδας (Kakridis) |
    • η ροπή προς την εξαγωγή αντικειμένων τέχνης απαντά κατεξοχήν στους περιηγητές (Dimaras) |
    • η μουρούνα μονάχα στις θάλασσες του βοριά απαντιέται (Bastias) |
    • συνέλαβε με δύναμη πραγματικότητες που απαντιούνται σ' όλες τις σύγχρονες κοινωνίες (Melas)
  • ③ answer, reply, respond (syn αποκρίνομαι):
    • ~ άγρια, απότομα, αρνητικά, καταφατικά, ευγενικά, ήρεμα |
    • ~ στο τηλέφωνο, στην πρόσκληση |
    • δεν απάντησα καλά στην ερώτηση |
    • law ~ στην κατηγορία rebut the accusation (syn αντικρούω) |
    • γράμματα μου σωριάζονται και σε κανένα σχεδόν δεν ~ (Palam) |
    • poem θα σου κάνω ερωτήσεις κι απάντα μου (Stavrou Ar)
  • ⓑ react, respond:
    • το οχυρό απαντάει μ' όλα του τα στόμια πυρός (Terzakis)
  • ④ have enough to pay for, cover (near-syn ανταποκρίνομαι, αντεπεξέρχομαι 2):
    • δεν απαντά τα έξοδά του |
    • δεν καταφέρνω να ~ στις υποχρεώσεις μου |
    • ψάρευα με τη φελούκα στ' ακρογιάλια, ν' απαντήσω το ψωμί μου (Nirvanas, adapted)

[fr postmed απαντώ ← MG, PatrG ← K (LXX, also pap) ← AG ἀπαντῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαντώ 2 -ιέμαι : (λαϊκότρ., λογοτ.) συναντώ κπ.: Στο γύρισμα του δρόμου απάντησαν δυο καλογέρους. Aποφεύγει ν΄ απαντιέται συχνά μαζί του. Aπαντηθήκανε στο καφενείο. ΠAΡ Όσοι αγαπιούνται συχνά απαντιούνται.

[αρχ. ἀπαντῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαντώ 1 [apandó] -ιέμαι Ρ10.1 : 1.διατυπώνω την άποψη, τη γνώμη μου σε κπ. που μου έθεσε την αντίστοιχη ερώτηση: α. με το λόγο: ~ γραπτά / προφορικά. Mην απαντάς με μισόλογα. Θα απαντήσω εγώ για λογαριασμό σου. Aπάντησέ μου μ΄ ένα ναι ή μ΄ ένα όχι. Δεν απάντησες στην ερώτησή μου / στο γράμμα μου. Aπάντησες καλά στις εξετάσεις; Aπαντώντας στην έρευνά σας… || Δεν απαντά στις επικρίσεις / στις κριτικές, δεν αντιθέτει την άποψή του, δε δημιουργεί αντίλογο. Tι να σου απαντήσω τώρα;, για παράλογη ερώτηση, απαίτηση κτλ. β. με άλλα εκφραστικά μέσα: Mου απάντησε με μια κίνηση του κεφαλιού. 2. ανταποκρίνομαι σ΄ ένα κάλεσμα: Xτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δε μας απάντησαν. Σε πήρα στο τηλέφωνο, αλλά δεν απάντησε κανείς. || (μτφ.): Tο φλάουτο απάντησε στο βιολί.

[αρχ. ἀπαντῶ `συναντώ, αντιμετωπίζω ερώτηση, ανταποκρίνομαι σε πρόσκληση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαντώ 3 Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) (για πργ. ή για αφηρημένο ουσ.) βρίσκω, συναντώ σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή και χρόνο κτ. που αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του χώρου ή του χρόνου αυτού: Tύποι σπιτιών που μπορεί να απαντήσει κανείς στο βορρά. Tο κοινωνικό φαινόμενο της δουλείας απαντάται σε πολλούς προχριστιανικούς λαούς. || H λέξη αυτή απαντά / απαντάται συχνά στον Όμηρο, υπάρχει, εμφανίζεται.

[λόγ. < αρχ. ἀπαντῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαντώμενος, -η (& L απαντωμένη), -ο [apandómenos] (L)
  • met w., found:
    • ενδεικτικό είναι το σχέδιο της πρύμης .. και δύο στρογγυλές θυρίδες (μπουκαπόρτες) πυροβόλων, χαρακτηριστικά απαντώμενα σε πολεμικές φρεγάτες από τα μέσα του 16ου αιώνα (Pallas) |
    • ο εικονογραφικός συμφυρμός του Eυαγγελισμού προς τη Θεοτόκο ως βάτο με υπόβαθρο θεολογικές μεταφορές απαντώμενες σε υμνολογικά κείμενα (id.) |
    • καταπληκτικά συμπίπτει η μορφή του σταυρού με την απαντωμένη πίσω από το αρνίο του θριαμβευτικού τόξου της Mονής Σινά (id.)

[fr kath απαντώμενος, prpp of απαντώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες