Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαντητικός -ή -ό [apanditikós] Ε1 : για κείμενο που απαντά, που δίνει απάντηση σε κάποιο θέμα ή ζήτημα: Aπαντητικό γράμμα / έγγραφο.
[λόγ. απαντη- (απαντώ) -τικός μτφρδ. αγγλ.(;) responsive (διαφ. το ελνστ. ἀπαντητικός `επιθετικός΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαντητικός, -ή, -ό [apanditikós] (L)
- serving as or containing a reply, answering (ant ερωτηματικός):
- ~ λόγος |
- απαντητική επιστολή, ομιλία |
- απαντητικό άρθρο, έγγραφο |
- την οργή του τη διοχέτευσε σ' ένα απαντητικό δοκίμιο (Kanellop) |
- θα σχολιάσω ένα σημείο του απαντητικού στο δικό μου κειμένου (Terzakis)
[fr kath απαντητικός ← K; cf Koumanoudis s.v.]
- serving as or containing a reply, answering (ant ερωτηματικός):