Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανταχούσα [apandaxúsa] η, (L)
- letter sent by a high church official (prelate, patriarch) to members of his flock everywhere, pastoral, encyclical (syn πανταχούσα):
- το Πατριαρχείο υποχρεώθηκε να εκδώσει ειδική ~ για να εμποδίσει τη διάδοση του εντύπου (Vranousis) |
- έστειλε μιαν ~ (Hatzidakis) |
- έστειλε να φέρουν τους γουμένους από τα μοναστήρια για ν' αμολήσουν μιαν ~ να καταδικάζουν το επαναστατημένο ποίμνιο (Prevelakis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απανταχούσα ← MG (eccl) η απανταχού (sc στελλομένη επιστολή), extended w. suff -ούσα by anal. influence of η παρούσα (sc επιστολή)]
- letter sent by a high church official (prelate, patriarch) to members of his flock everywhere, pastoral, encyclical (syn πανταχούσα):