Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαντέχω [apandéxo] Ρ3α : (λογοτ.) περιμένω, προσμένω.
[μσν. απαντέχω < αρχ. *ὑπαντέχω `αντέχω με υπομονή΄ με υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a] ή παρετυμ. απο-]
[Λεξικό Κριαρά]
- απαντέχω· ’μπαντέχω· ’παντέχω· υπαντέχω.
-
- 1) Bρίσκομαι σε κατάσταση αναμονής, περιμένω:
- επαρήγγειλέν τους να απαντέχουν εκεί έως ού να τους μηνύσουν (Διγ. Άνδρ. 38726).
- 2) Eλπίζω:
- τα τειχιά μου ερίξανε κι είντα καλό απαντέχω; (Tζάνε, Kρ. πόλ. 54814).
- 3) (Mε εμπρόθ. προσδ.) έχω εμπιστοσύνη σε κάπ.:
- μόνον τα λόγια έχασες ’παντέχοντα εις εκείνον (Σπαν. V 402).
- 4) Σκοπεύω να …:
- επάντεχε να τους κατηχήσει (Mαχ. 35610).
- 5) Φοβούμαι κ.:
- παραβλέπεις τον κριτήν, κρίσην ουκ απανταίχεις (Aλφ. (Μπουμπ.) I 24).
- 6)
- α) Yπομένω, εγκαρτερώ, αντέχω:
- νύκτας και ημέρας απαντέχει να πολεμεί (Διγ. Άνδρ. 34123)·
- β) (αμτβ.) κάνω υπομονή:
- (Eυγέν. 1253)·
- γ) στέργω, ανέχομαι κ.:
- τ’ άδικον δεν ’παντέχει (Aιτωλ., Mύθ. 4314).
- α) Yπομένω, εγκαρτερώ, αντέχω:
- 7) Έχω τη γνώμη, υποθέτω, νομίζω:
- να ξεύρει πως είμεστεν υποτακτικοί του, μηδέν ’παντέχει ότι ερεβελιάσαμεν (Mαχ. 37825).
- 8) Προσέχω:
- τώρα ας ’παντέξομεν, μη λαθαστούμεν πάλι (Aιτωλ., Mύθ. 10910).
[<*υπαντέχω. O τ. ’παντέχω στο Du Cange (λ. ‑ειν) και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, στη λ.). H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Bρίσκομαι σε κατάσταση αναμονής, περιμένω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαντέχω [apandéxo] (& παντέχω) ipf απάντεχα & πάντεχα, aor απάντεξα (subj απαντέξω), mi απαντέχομαι (Athanas), prp απαντεχούμενος
- ① wait for, await, expect (syn περιμένω, προσδοκώ):
- απαντέχουν τη βάρκα να φανεί |
- Έλληνες στρατιώτες θα μας απαντέχουνε και θα μας δείχνουνε το πρόσωπό τους (Psichari) |
- θα πάω γω ατός μου· απαντέχετέ με εδώ που κάθεστε (Myriv) |
- τώρα δεν έχεις ν' απαντέχεις τίποτα απ' αυτόν (Venezis) |
- folks. έχω άντρα στην ξενιτειά τώρα δώδεκα χρόνους | κι ακόμη τρεις τον καρτερώ και τρεις τον ~ |
- poem το νησί, ως χτες ξένο για μένα, | απαντέχει του ερχομού σου την ώρα (AIoannou)
- ② hope for (syn ελπίζω):
- ξέρει πως, αν δε γενεί νοικοκύρης, δεν έχει ν' απαντέχει προκοπή (Prevelakis) |
- poem φτάνει που μ' είδες εσύ, άλλη χάρη δεν ~ (Kotzioulas) |
- μα ολπίζω κι απαντέχομαι με του θεού τη χάρη | να πιω νερό απ' τα χέρια τους κλ (Athanas)
- ③ suppose, believe, think (syn θαρρώ, νομίζω):
- μη παντέχετε πως ήτον αυτοκτονία, κάθε άλλο (Krystallis) |
- πρέπει να υπάρχει κάπου κι αμίαντος, έτσι παντέχω στο συλλοϊσμό μου (Nikolaidis) |
- poem κι όλα τα θέλει υπέρτατα και θεία τα απαντέχει, | και σ' όλα δέεται ήσυχα στον ίδιο το ναό (Palam) |
- .. απάντεχα πως άλλαξε κάθε της νόμο η φύση (Markoras)
[fr postmed, MG απαντέχω ← AG *Ξπαντέχω (Hatzidakis)]
- ① wait for, await, expect (syn περιμένω, προσδοκώ):