Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απανθρακώνω [apanθrakóno] -ομαι Ρ1 : καίω κτ. εντελώς, το μεταβάλλω σε κάρβουνα και στάχτη: H πυρκαγιά απανθράκωσε όλο το δάσος. Aπανθρακώθηκε το σπίτι. Γυναίκα απανθρακώθηκε από ανάφλεξη των ρούχων της. Bρέθηκε ένα απανθρακωμένο πτώμα.
[λόγ. < ελνστ. ἀπανθρακ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανθρακώνω [apanθrakóno] aor απανθράκωσα (subj απανθρακώσω), mediop απανθρακώνομαι, aor απανθρακώθηκα (subj απανθρακωθώ) (L)
- burn to a cinder, char (syn ανθρακοποιώ, εξανθρακώνω, D καρβουνιάζω, near-syn αποτεφρώνω):
- πενήντα πολίτες απανθρακώθηκαν |
- απανθρακώθηκαν πολλά ζώα |
- αφήνει τα κάστανα στη φωτιά ν' απανθρακωθούνε |
- τα Eς-Eς πάνε κι απανθρακώνουν σπίτια μαζί με τους κατοίκους (ChZalokostas) |
- poem ο εξωφρενικός ήλιος απανθράκωσε την ευαισθησία (Manettas)
[fr kath απανθρακώ ← K ἀπανθρακῶ (-όω)]
- burn to a cinder, char (syn ανθρακοποιώ, εξανθρακώνω, D καρβουνιάζω, near-syn αποτεφρώνω):