Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απανθράκωση η [apanθrákosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απανθρακώνω· η μεταβολή ενός σώματος σε κάρβουνα και στάχτη.
[λόγ. απανθρακω- (δες απανθρακώνω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανθράκωση [apanθrákosi] η, (L)
- burning to a cinder, charring (syn ανθρακοποίηση, εξανθράκωση, καρβούνιασμα):
- το έγκαυμα μπορεί να φτάσει ως την ~ του δέρματος (Saratsis, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) απανθράκωσις, der of απανθρακώ]
- burning to a cinder, charring (syn ανθρακοποίηση, εξανθράκωση, καρβούνιασμα):