Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απανεμιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απανεμιά η [apanemná] Ο24 : απουσία ανέμου: Έπιασε ~ και δεν μπορούσαμε να ξεκινήσουμε. Πέσαμε σ΄ ~.

[μσν. απανεμιά < απανεμία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < απάνεμ(ος) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
απανεμία η· απανεμιά.
  • Tόπος που προστατεύεται από τον άνεμο·
    • (μεταφ.) προστασία, περιποίηση:
      • (Pιμ. Aπολλων. [875]).

[<επίθ. απάνεμος + κατάλ. ία. O τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. H λ. σε σχόλ. (DGE)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απανεμιά [apanemjá] η, (& Kazantz πανεμιά)
  • ① lack of wind, windlessness, calmness (syn κάλμα, μπουνάτσα, L νηνεμία):
    • το κρύο περούνιαζε, μ' όλη την ~ (Prevelakis) |
    • το πρωί με τη λιόκρουση πέφτει μεγάλη στον κόρφο ~, μα τ' απογιόματα καλοφρεσκάρει (Vlami) |
    • τις απανεμιές με τις υγρές ζέστες τις ακολούθησαν μελτέμια δυνατά (Karagatsis) |
    • poem της λίμνης τα νερά στην πανεμιά σύβυθα χοχλακίζαν (Kazantz Od 15.1279) |
    • κ' η ταπεινή ζωή, κρυφτή σ' απανεμιές και μπόρες, | κρατά βαθιά τον έρωτα κλ (Golfis)
  • ② place sheltered fr the wind, lee (syn in απανέμι):
    • σαράντα καλύβια είναι φωλιασμένα σε κάποιαν άλλη ~ της βουνοθάλασσας (Petsalis)

[fr postmed απανεμιά ← MG απανεμία ← K *Ξπηνεμία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες