Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαλύνω [apalíno] -ομαι Ρ8.1 : μετριάζω την ένταση ενός αισθήματος, συναισθήματος: Ο χρόνος απαλύνει τον πόνο. Tα δάκρυα της απαλύνουν την ψυχή, καταπραΰνω.
[λόγ. < αρχ. ἁπαλύνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- απαλύνω,
- βλ. απαλαίνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλύνω [apalíno] aor απάλυνα (subj απαλύνω), pf έχω απαλύνει, mediop απαλύνομαι, ipf απαλυνόμουν, aor απαλύνθηκα (subj απαλυνθώ) (L)
- ① make soft, soften (syn in απαλαίνω 1α):
- η λοσιόν απαλύνει την επιδερμίδα |
- ο πόθος απάλυνε και ρόδιζε ένα ξαναγεννημένο δέρμα (Roufos)
- ⓐ become soft, soften:
- poem ω! ν' απαλύνει ξάφνω στην αφή μας | το δέρμα της σιωπής που μας στενεύει (Seferis)
- ② reduce the intensity of, tone down, soften, moderate (syn in απαλαίνω 1b):
- απάλυνε τον πίνακα με ήμερους και μαλακούς τόνους |
- περνάει σουρντίνα στο βιολί για να απαλύνει τον ήχο |
- είδα τα δάκρυα ν' απαλύνουν το ψυχρό γαλάζιο φως των ματιών του (Karagatsis)
- ③ make less sharp or harsh, smooth (syn in απαλαίνω 2):
- το δούλεμα απαλύνει την ύλη |
- ο γλύπτης απάλυνε την τραχύτητα της έκφρασης |
- οι ήσκιοι εξαϋλώνουν και απαλύνουν τις γραμμές (Ouranis, adapted) |
- poem και της απελπισιάς τ' άυπνο καπλάνι | για λίγο τ' άγριο νύχι θ' απαλύνει (Mavilis)
- ⓑ intr become less sharp or harsh, soften:
- το τοπίο απαλύνεται μέσα στη συννεφιά |
- με τα χρόνια είχαν απαλύνει, είχαν γλυκάνει τα χαρακτηριστικά της μορφής του (Petsalis)
- ④ fig soften, blunt (near-syn L αμβλύνω):
- ~ αιχμές, διαφορές, εχθρότητες, οξύτητες |
- δεν έχει απαλύνει την σάτιρά του |
- ο ρόλος της μες στο σπίτι ήταν να απαλύνει τις αντιθέσεις (Theotokas)
- ⓒ become less severe, diminish:
- ο διχασμός ο βασικός θα απαλύνει και θα μικρύνει (Tsatsos)
- ⑤ make mellow, mollify, pacify (syn απαλαίνω 3, L καταπραΰνω, κατευνάζω):
- η αγάπη στην πατρίδα απαλύνει κι αυτόν τον σκληρό θάνατο (Melas, adapted) |
- φιλοδόξησαν ν' απαλύνουν το ήθος, να γεμίσουν ευγένεια και καλοσύνη την ψυχή (Panagiotop) |
- προσπαθούσε να απαλύνει την καρδιά των κακών (Kanellop) |
- αυτοί οι γλυκοί ήχοι συνθέτουν μια συμφωνία ειρήνης και καλοσύνης που απαλύνουν την ψυχή του ανθρώπου (Ouranis) |
- poem .. το θυμό | με τους χορούς των απαλύναν οι ώρες (Skipis)
- ⓓ calm down, soothe (syn ηρεμίζω, καλμάρω):
- το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ζωγράφου είν' ένας λυρικός τόνος που απαλύνει το μάτι (Kanellop) |
- τ' αλαφρό αγέρι τού δρόσιζε το μέτωπο κι απάλυνε τη συλλογή του (TAthanasiadis) |
- poem δεν απαλύνει | τίποτε την σκέψη, παρ' αναδρομές σε περασμένα | φθινόπωρα (Papatsonis)
- ⑥ alleviate, ease (syn ανακουφίζω, απαλαίνω 4, ελαφρύνω):
- ~ τη δυστυχία, τη θλίψη, την πίκρα, το σπαραγμό, τη στενοχώρια |
- ~ τη ζωή, τις συνθήκες διαβιώσεως |
- οι φίλοι απαλύνουν τον καημό του μισεμού |
- η λύπη απαλύνεται και ο πόνος κυλάει εύκολα στο χαρτί (KPapa) |
- η εξομολόγηση απαλύνει το μαρτύριο της τύψης (Stasinop, adapted)
- ⓔ lessen, mitigate, moderate (syn ελαττώνω L, μικραίνω):
- δεν ~ την αυστηρότητά μου |
- το βράδυ ερχότανε σιγανό, σίγουρο, ν' απαλύνει την κάψα της ημέρας (Petsalis) |
- η αγάπη δεν ανταποδίδει το κακό αλλά ενεργεί για να το απαλύνει (AVlachos) |
- η δροσιά, η ποίηση και η χάρη των κεφαλαίων της ανάπαυσης απαλύνει την εντύπωση της φρίκης και του θανάτου (Sachinis)
- ⓕ become less or lighter:
- είχε απαλύνει το σκοτάδι, δίχως να προβάλει φως πουθενά (Karagatsis) |
- poem κάμε, παρηγοριά μου, ν' απαλύνει ο μαύρος πόνος που στα στήθη κλείνω (Gryparis)
[fr MG απαλύνω ← PatrG ← K (LXX), AG]
- ① make soft, soften (syn in απαλαίνω 1α):