Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαλότητα η [apalótita] Ο28 : η ιδιότητα του απαλού: H ~ του υφάσματος. H ~ της μουσικής / των χρωμάτων.
[λόγ. < αρχ. ἁπαλότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλότητα [apalótita] η, (L απαλότης & rare poet απαλότη)
- ① softness, smoothness (syn in απαλοσύνη 1):
- ~ του βελούδου, του βότσαλου |
- ~ της καμπύλης, του προσώπου, του χιονιού, των χρωμάτων |
- ~ της φωνής silkiness of voice |
- για να διατηρούν τα χέρια τη λευκότητα και την απαλότητά τους είναι ανάγκη να επαλείφονται μ' ένα γλυκοδερμικό ιδιοσκεύασμα (GLadas) |
- η Περούτζια ήταν η κοιτίδα μιας καλλιτεχνικής σχολής επηρεασμένης από την ηπιότητα του κλίματος και την ~ του τοπίου (Kanellop)
- ② gentleness, tenderness (syn αβρότητα 1, τρυφερότητα):
- ~ του χαδιού |
- η ~ ήταν διάχυτη στην ιδιωτική του ζωή |
- η ζωγράφος συνδυάζει ύφος αρρενωπό με γυναικεία ~ |
- ακόμα και ο δήμιος μπορεί να βρει τόνους απαλότητας την ώρα που ασκεί το επάγγελμά του (Palaiologos) |
- πήρε τα τριανταφυλλιά τα ποδαράκια και τα φίλησε στις πατούσες με μια παράξενη ~ (Petsalis)
- ⓐ grace, delicateness (near-syn χάρη):
- η ~ των μορφών του έργου |
- η ζωγραφική ~ του αγάλματος |
- ο Πραξιτέλης λάτρευε τόσο το γυναικείο σώμα, ώστε έδινε την απαλότητά του και στους άντρες (ChZalokostas) |
- ας μη νομιστεί ότι το δούλεμα του στίχου είναι τέλεια σκληρό και ότι κινδυνεύει η ~ εκείνη που πρέπει να χαρακτηρίζει την ποίηση της κάθε τεχνοτροπίας (Athanasiadis-N)
- ⓑ geniality, kindliness, amiability:
- δυο τρία λατρευτά οράματα γυναικών με μια ψυχολογία βελουδένιας απαλότητας (Palam) |
- ο Λούθηρος πίστευε πως ο Mελάγχθων είχε προικισθεί πλούσια από τον θεό με ~ (Kanellop, adapted) |
- όσο το κοιτάτε, τόσο νοιώθετε να γεμίζει ~ η ψυχή σας (Ouranis)
[fr postmed (Somavera) ← MG (Du Cange) απαλότητα ← PatrG, AG ἁπαλότης]
- ① softness, smoothness (syn in απαλοσύνη 1):