Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απαλός, επίθ.
-
- 1) Tρυφερός, μαλακός:
- κλαδιά … απαλά (Mάξιμ. Kαλλιουπ., K. Διαθ. Mατθ. κδ´ 32).
- 2) Aπαλός στην αφή· πολυτελής:
- απαλά ρούχα (αυτ. ια´ 8).
[αρχ. επίθ. απαλός. H λ. και σήμ.]
- 1) Tρυφερός, μαλακός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαλός -ή -ό [apalós] Ε1 : 1.που είναι ιδιαίτερα ευχάριστος στην αφή, καθώς έχει μαλακή σύσταση. ANT σκληρός: Aπαλό δέρμα / ύφασμα. Είχε τα απαλότερα χέρια που είχα δει. || (ανατ.) απαλά μόρια, τα μέρη του σώματος, εκτός από τα οστά και τα υγρά. ΦΡ εξ απαλών ονύχων, από πολύ μικρή ηλικία, από πολύ παλιά. 2. (μτφ.) για κτ. ιδιαίτερα ευχάριστο, που μόλις το αισθανόμαστε: Φυσούσε ένα απαλό αεράκι. Άκουγα την απαλή ανάσα της. Οι απαλές γραμμές του ορίζοντα. Aκουγόταν μια απαλή μουσική, χαμηλότονη και διακριτική. || για χρωματικές αποχρώσεις, όχι ιδιαίτερα έντονος: Aπαλό ροζ.
απαλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. απαλά ΕΠIΡΡ (συχνά με επανάληψη για επίταση της σημασίας του) 1. με προσοχή, ήρεμα, ήσυχα: Πιάσε το ~ ~ να μη σπάσει. || τρυφερά: Tης χάιδεψε ~ το χέρι κι άρχισε να της μιλάει για τον έρωτά του. Tου ΄κλεισε ~ τα μάτια. 2. χαλαρά, ελεύθερα, όχι σφιχτά: Φάσκιωσε ~ το μωρό. απαλούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [αρχ. ἁπαλός· μσν. απαλούτσικος < απαλ(ός) -ούτσικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλός, -ή, -ό [apalós]
- ① soft to the touch, not coarse or rough, smooth (syn μαλακός, ant σκληρός, τραχύς):
- ~ τράχηλος |
- απαλή επιδερμίδα, κόμη, σάρκα |
- απαλό βελούδο, προσκέφαλο |
- phr εξ απαλών ονύχων (L) fr the time the nails were soft, since childhood |
- για να 'ναι πάντοτε τα χέρια λευκά κι απαλά και για να διατηρούν ένα βελουδένιο δέρμα, χρειάζονται ειδικές φροντίδες (GLadas) |
- τα λαμπρά τρίστιχά του που άλλοτε μοιάζουν σα χαραγμένα επάνω σε μάρμαρο, άλλοτε βυθίζονται σε μιαν απαλότατη ουσία (Kanellop) |
- poem σε ρόδων απαλότατη γλυκάπλωσέ με κλίνη (Palam) |
- τα χαλίκια μοιάζουνε πετράδια | και τ' αγκάθια απαλότερα απ' τα κρίνα (Sikel)
- ⓐ not glaring or bright, soft, pale (ant δυνατός):
- ~ ήλιος |
- απαλή ανταύγεια, απόχρωση, λάμψη, μέρα, φωτοσκίαση |
- απαλό βράδυ, δειλινό, σκοτάδι |
- απαλό μακιγιάζ |
- απαλό γαλάζιο pale blue |
- απαλοί τόνοι παστέλ |
- το απαλό φως του φιτιλιού |
- τα ενδύματα των μορφών άλλοτε είναι βαθύχρωμα και άλλοτε δίνονται με χρώματα απαλά, φωτεινά (Tsitouridou) |
- poem ο δρόμος άσπριζε μπροστά μου, | ~ αχνός ύπνου (Sikel) |
- φέγγος θαμπό κι αρώματα | της απαλότατης αυγής (Myrtiotissa)
- ⓑ not loud or harsh, subdued, soft (ant ηχηρός):
- ~ σκοπός, φλοίσβος |
- ~ ρυθμός, τόνος |
- απαλή μελωδία, νότα, φωνή |
- απαλό θρόισμα, σύρσιμο, τραγούδι, τρίξιμο |
- μόνο μια βαθιά, πολύ απαλή μουσική τον νανουρίζει και τον αποκοιμίζει (Myriv) |
- οι απαλές λυρικές στροφές, που τονίζει ο χορός, αναβρύζουν από το βάθος του γυναικείου πόνου (Karantonis) |
- poem το στερνό παράπονο | σταλάζει απ' το τρυγόνι, | βόγγος απαλότατος | και κλάμα που παγώνει (Palam)
- ② lacking sharp or hard edges, softly contoured, gentle, tapered:
- ~ λόφος, όρμος |
- απαλή γραμμή, εσοχή, καμπύλη, κοιλότητα, μορφή, πλαγιά |
- απαλό ακρογιάλι, βουνό, πιγούνι, τοπίο, χαμόγελο |
- η Iσμήνη ήτανε μια αέρινη μορφή με εξαιρετικά απαλά χαρακτηριστικά (Theotokas) |
- κάθισε και πελέκησε τον έμορφο συμμετρικόν άντρα με την απαλή, την απίθανη όμως πτυχολογία (Papantoniou)
- ⓒ undisturbed, smooth, calm (syn ήρεμος, ant άγριος 4):
- ~ ωκεανός, απαλή έκφραση, απαλό βλέμμα |
- κάποια βαρκούλα, λάμνοντας γλυκά πάνω στην απαλή θάλασσα του λιμανιού, κουβαλούσε στη στεριά το δήμιο (Terzakis) |
- το κύμα, άλλοτες μανιασμένο κι άλλοτες απαλό, περνάει από πάνω κλ (Segditsas)
- ③ gentle (syn ήπιος, πράος):
- απαλές κινήσεις |
- απαλό ήθος, μάλωμα, φέρσιμο |
- άνθρωπος με απαλούς τρόπους |
- οι απαλές διδασκαλίες του Xριστού |
- σαπούνι απαλό στο δέρμα |
- ο Eπίκουρος, ο υβριστής του Aριστοτέλη, ήταν ωστόσο γλυκύς και ~ (Kanellop) |
- η σοφία της Aνατολής έκαμε τον κατακτητή να 'ναι ~ (id.) |
- poem το στόμα σου ποτέ δεν είπε | λόγο τραχύ, απαλή μητέρα (Zevgoli)
- ⓓ gentle, tender (syn τρυφερός):
- απαλή αγκαλιά, αναπόληση, ευχαρίστηση, νεότητα, ψυχή |
- απαλά γόνατα, στήθια, χάδια |
- poem δε μου ήτανε, έλεγα, γραφτό να μου γλυκάνει | ποτέ τη ζωή μου ο ~ γυναίκειος λόγος (Rotas) |
- ένα πουλί που λάλησε | στον άνεμο της νιότης, | στ' ολάνθιστο, απαλό κλαδί | κάποιας αγάπης πρώτης (Filyras)
- ⓔ delicate, fine, dainty (syn αβρός 1):
- απαλό άνθος, βλαστάρι |
- ο ερωτισμός του είναι ~ |
- ο Έρως είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά ~ και όμορφος, όπως νομίζουν πολλοί (Theodorakop) |
- βραδιάζει λίγο λίγο, σου έρχεται μια απαλότατη μυρουδιά από θυμάρι και από χώμα (Petsalis) |
- οι φλορεντινές προσωπικότητες στο άκρο αριστερό της τοιχογραφίας έχουν βγει από το πολύ πιο απαλό χέρι του Φ. Λίππι (Kanellop)
- ④ not heavy or strong, light, gentle (syn ελαφρός):
- ~ αέρας, κυματισμός, πόνος |
- απαλή ανάσα, αύρα, πνοή |
- απαλά και αθόρυβα βήματα |
- απαλό και μελωδικό παίξιμο στο πιάνο |
- ~ ύπνος soft, restful sleep |
- δεν ακουγότανε κανένας θόρυβος, μόνο ένα απαλό χάιδεμα του νερού πάνω στα πλευρά του πλοίου (Moatsou) |
- poem λευκή φτερούγα πάνω απ' το κοπάδι | σαν απαλή στον κρόταφο παλάμη (Seferis) |
- ω μέρες χειμωνιάτικες, που υφαίνετε την καταχνιά, | πέπλο απαλό στη φύση (Skipis)
[fr postmed, MG απαλός ← K (LXX, NT, also pap) ← AG]
- ① soft to the touch, not coarse or rough, smooth (syn μαλακός, ant σκληρός, τραχύς):
[Λεξικό Κριαρά]
- απαλόσαρκος, επίθ.· ουδ. απαλοσάρκιν.
-
- Που έχει απαλή, τρυφερή σάρκα:
- τούτου πρόσωπον βρέφος μικρού παιδίου, απαλοσάρκιν, τρυφερόν (Λίβ. P 177).
[αρχ. επίθ. απαλόσαρκος]
- Που έχει απαλή, τρυφερή σάρκα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλόσαρκος, -η, -ο [apalósarkos]
- of tender flesh (ant σφιχτοδεμένος):
- απαλόσαρκο σώμα |
- poem και είναι τραγούδι το μεστό κορμί σου αβρότεχνο |..| κρίνα ευωδιάζουν απαλόσαρκα | μες σε αλαβάστρινο κρατήρα (Melachrinos)
[fr MG απαλόσαρκος ← K, AG ἁπαλόσαρκος]
- of tender flesh (ant σφιχτοδεμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλοσβήνω [apalozvíno] ipf απαλόσβηνα & απαλοσβούσα, mi απαλοσβήνομαι
- subside or fade away gently:
- κυματάκια απαλοσβούσανε, αβρά, χαϊδευτικά αγγίζανε τις ακρονησιές (Palam) |
- poem στην πράσινη τη χλόη, ανθός στο φως, η ψυχή σου απαλοσβήνεται, | ω μητέρα (Zevgoli)
[cpd w. σβήνω]
- subside or fade away gently:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλοσίτι [apalosíti] το, agric
- variety of soft wheat (syn βλαχοσίταρο)
[dimin of *απαλόσιτος, cpd of απαλός σίτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλοστρώνω [apalostróno] aor απαλόστρωσα (subj απαλοστρώσω)
- to make level and smooth:
- poem .. αγαπά το κύμα | με τους αφρούς τον όγκο το σκληρό να συχνοδέρνει | σαν κάποιο πείσμα να 'βαλε να τον απαλοστρώσει (Palam)
[cpd w. στρώνω]
- to make level and smooth:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλόστρωτος, -η, -ο [apalóstrotos]
- ① level and smooth:
- poem αν πάλε πάω πιο πέρα, πλέκοντας γιαλό γιαλό, μην εύρω | κάπου γυρόγιαλα απαλόστρωτα και σίγουρα λιμάνια, | η ανεμοζάλη τρέμω αρπώντας με μπας και ξανά με ρίξει κλ (Homer Od 5.418 Kaz-Kakr)
- ② fig η λίμνη, δίχως το ελάχιστο κυματάκι, την παραμικρή ζαρωματιά, σαν ατσαλάκωτη, ατέλειωτη, απαλόστρωτη ελπίδα (Psichari, adapted)
[cpd w. AG, K, ModG στρωτός (: στρώννυμι); cf άστρωτος, MG βλαττό-βυθό-σωματόστρωτος]
- ① level and smooth:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαλοσύνη η [apalosíni] Ο30α : (λαϊκότρ.) απαλότητα.
[απαλ(ός) -οσύνη]