Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλογέρνω [apaloyérno] ipf απαλόγερνα, aor απαλόγειρα (subj απαλογείρω)
- bend or lean slightly:
- εκεί που κάθονταν απαλόγειρε κι αποκοιμήθηκε |
- αβροδίαιτη κυρία που απαλογέρνει τη μέση της κατά το λαό από κενοδοξία (Theodorakop)
[cpd w. γέρνω]
- bend or lean slightly: