Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαλλοτριώνω [apalotrióno] -ομαι Ρ1 : εξαγοράζω, ως δημόσιο, αναγκαστικά, σύμφωνα με το νόμο και πληρώνοντας καθορισμένη αποζημίωση, την ακίνητη περιουσία κάποιου για λόγους δημόσιας ανάγκης ή ωφέλειας: Tου απαλλοτρίωσαν ένα μέρος της περιουσίας του. Θα απαλλοτριωθούν τα περισσότερα κτήματα των μονών.
[λόγ. < αρχ. ἀπαλλοτρι(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλλοτριώνω [apalotrióno] (& kath απαλλοτριώ) ipf απαλλοτρίωνα, aor απαλλοτρίωσα, pass απαλλοτριώνομαι, aor απαλλοτριώθηκα (subj απαλλοτριωθώ) (L)
- ① acquire ownership of privately owned property, expropriate (of states, authorities etc):
- ο δήμος θα απαλλοτριώσει αυτόν τον χώρο |
- ζητούν ν' απαλλοτριωθούν τα μοναστηριακά κτήματα |
- όλα τα τσιφλίκια έχουν απαλλοτριωθεί |
- αφού τους πήρανε σπίτια κλ ήρθε μέρα που απαλλοτριώσανε και τους τάφους (Chourmouziadis) |
- οι μαχαραγιάδες βλέπουν τις ιδιοκτησίες τους ν' απαλλοτριώνονται, να δημεύονται κλ (Panagiotop) |
- ο σύλλογος εζητούσε να απαλλοτριωθεί από τον οργανισμό περιηγητισμού ο λόφος Στράνη (Floros) |
- poem είμαι ο βαρκάρης που του απαλλοτρίωσαν την τελευταία του βάρκα (Karantonis)
- ⓐ fig win, earn (near-syn κερδίζω):
- είχα εξοφλήσει το χρέος μου σαν πνευματικού ανθρώπου απέναντι ενός έργου που είχε δικαιωματικά απαλλοτριώσει για τον εαυτό του μισόν αιώνα ενδιαφέροντος (Chourmouziadis)
- ② transfer the ownership to another, alienate (syn phr L μεταβιβάζω κυριότητα):
- η απαλλοτρίωση μπορεί ν' ακυρωθεί, αν εκείνος, υπέρ του οποίου έγινε, γνώριζε πως ο οφειλέτης απαλλοτριώνει για να βλάψει τους δανειστές του (Christidis AK)
- ③ take away, remove, estrange, alienate (syn αφαιρώ):
- το περιττό του πάχος απαλλοτριώνει τον έρωτα της γυναίκας του |
- δεν είναι δυνατόν ν' αφαιρέσω από έναν άλλον εκείνο που ονομάζομε ηθική συνείδηση γιατί η συνείδηση γενικά δεν απαλλοτριώνεται (Theodorakop)
- ④ relinquish, surrender (near-syn παραχωρώ, παραιτούμαι από):
- ~ τα δικαιώματά μου |
- απαλλοτρίωσε την ιδιότητά του ως μέλους του συμβουλίου |
- είναι συμφέρο για τη χώρα ν' απαλλοτριώνει την πολιτισμική και εθνική της φυσιογνωμία για χάρη της βιομηχανικής της ανάπτυξης; |
- η έκφραση είναι χρεία υπέρτατη, τίμιο δώρο και μέγα, που δεν απαλλοτριώνεται μ' αντισταθμίσματα όσα (Panagiotop) |
- δε με κινεί κανένας εγωισμός· έχω από καιρό απαλλοτριώσει τον εαυτό μου για χάρη σου (TAthanasiadis) |
- το θεό τον εδημιούργησεν ο άνθρωπος απαλλοτριώνοντας στην περιοχή του απολύτου τη δική του υπόσταση (Georgoulis)
[fr postmed (Somavera) απαλλοτριώνω, this and kath απαλλοτριώ ← PatrG, K (LXX, NT, also pap) ← AG ἀπαλλοτριῶ (-όω)]
- ① acquire ownership of privately owned property, expropriate (of states, authorities etc):