Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαλλοτρίωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαλλοτρίωση η [apalotríosi] Ο33 : η αναγκαστική, σύμφωνη με το νόμο και με καθορισμένη αποζημίωση, εξαγορά από το κράτος της ακίνητης περιουσίας κάποιου, για λόγους δημόσιας ανάγκης ή ωφέλειας· (πρβ. δήμευση): H ~ των τσιφλικιών. Aπαλλοτριώσεις για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Aθήνας / για την κατασκευή του μουσείου της Aκροπόλεως. || (μτφ.): Δε δέχτηκε την ~ του δικαιώματός του να σκέφτεται ως ελεύθερος πολίτης.

[λόγ. < αρχ. ἀπαλλοτρίω(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλλοτρίωση [apalotríosi] η, gen απαλλοτρίωσης & απαλλοτριώσεως, pl απαλλοτριώσεις (L)
  • ① process of taking private property for public use, expropriation, condemnation:
    • ~ γαιών, κτημάτων |
    • το κράτος προχωρεί σε απαλλοτριώσεις |
    • το οικόπεδο βρίσκεται κάτω από την απειλή της απαλλοτρίωσης |
    • αναγκαστική ~ compulsory surrender |
    • ραδιοφωνία και τηλεόραση μετάδιδαν έργα και χωρίς την άδεια του δημιουργού τους, μια μορφή αυθαίρετης απαλλοτρίωσης |
    • επιβάλλεται στην Aθήνα μια γενναία πολιτική απαλλοτριώσεων (Theotokas) |
    • το κόμμα δέχεται την ~ και διανομή των τσιφλικιών μόνο με πλήρη αποζημίωση των ιδιοκτητών τους (Evelpidis)
  • ② transfer of ownership fr one owner to another, alienation (syn phr L μεταβίβαση κυριότητας):
    • δεν αποτελεί ~ από μέρους του οφειλέτη η αποποίηση κληρονομίας ή κληροδοσίας· η δόση αντί καταβολής είναι ~ (Christidis AK)
  • ③ fig alienation, separation (syn αλλοτρίωση, αποξένωση):
    • ως τώρα ο αναγνώστης ήταν σκλαβωμένος μέσα σε μια συστηματική ~, τυλιγμένος μέσα σε μια όμορφη αλλά συμβατική κατασκευή (Dizikirikis)

[fr kath απαλλοτρίωσις ← postmed (Somavera), MG, PatrG, K (also LXX), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες