Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαλλαγμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απαλλαγμένος, -η, -ο [apalaγménos] (& kath απηλλαγμένος) (L)
  • ① liberated, freed, released (syn απελευθερωμένος 1):
    • ~ από τον υλικό κόσμο και την ανθρώπινη φύση |
    • απηλλαγμένος από τους περιορισμούς της λογικής |
    • πρέπει να αναζητήσομε νέα θεώρηση του καλλιτεχνικού αντικειμένου απαλλαγμένη από την παλαιά σχηματική κατασκευή (Georgoulis) |
    • συνέβαλε στη δημιουργία μιας σωστής παράδοσης για τη μελέτη της ελληνικής αστρονομίας απαλλαγμένης από την αστρολογία (Tatakis, adapted)
  • ② having shaken off, having got rid of, freed fr or of, relieved of (syn απελευθερωμένος 2):
    • σύμβολο απαλλαγμένο από τα πέπλα του μύθου |
    • σχέσεις απηλλαγμένες από προσωπικό χαρακτήρα |
    • θέαμα απαλλαγμένο από περισπασμούς |
    • θα μετατραπεί σε εμπορικό ίδρυμα απαλλαγμένο από τη γραφειοκρατική νοοτροπία |
    • το άγαλμα διατηρείται απαλλαγμένο από νεώτερες συμπληρώσεις |
    • δοκιμάστε το μετά το θαλάσσιο λουτρό και θα αισθανθείτε το σώμα σας απαλλαγμένο από το αλάτι |
    • ο Θεοτόκης ζωγράφισε την ελληνική επαρχία όπως την είδε, ~ από αυταπάτες (Sachinis) |
    • του θεάτρου έργο είναι να πλάσει μια ζωή απαλλαγμένη από το νεκρό βάρος πολλών στοιχείων αδιάφορων (Tsatsos)
  • ⓐ free of, untainted by, unblemished (syn ελεύθερος):
    • άνθρωπος ~ παθών |
    • αριστοτελισμός ~ από θεολογικό χρώμα |
    • αλήθεια απαλλαγμένη από κάθε παραμόρφωση |
    • έρευνα απαλλαγμένη από προκαταλήψεις |
    • συγκροτημένο σύνολο απαλλαγμένο από αντιφάσεις |
    • άτομα απαλλαγμένα από προλήψεις |
    • εξαιρετική προσωπικότητα απαλλαγμένη από τα ελαττώματα που προσιδιάζουν στους έλληνες ηγεμόνες (Floros) |
    • τα πιο άνετα χρόνια της ζωής μου, τα πιο απαλλαγμένα από κείνο το συνεχές άγχος που με συνείχε άλλοτε (Tachtsis, adapted) |
    • ο αγοραστής έχει δικαίωμα ν' απαιτήσει την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, απαλλαγμένο από το ελάττωμα (Christidis AK)
  • ⓑ devoid or empty of, lacking:
    • όντα απηλλαγμένα από υλικό βάρος (Georgoulis) |
    • δυναμισμός ~ από ρητορείες |
    • ποιήματα απαλλαγμένα από δάνεια στοιχεία |
    • ο Kαντ ήθελε να παρουσιάσει το νόμο του απαλλαγμένο από κάθε εμπειρικό περιεχόμενο (Kanellop) |
    • οι νεκροί παριστάνονται ολότελα απαλλαγμένοι από κάθε ατομικό χαρακτηριστικό (Bakalakis)
  • ③ exempted fr, exempt:
    • πολίτες απαλλαγμένοι από φόρους, από στρατιωτικές υποχρεώσεις |
    • προϊόντα απαλλαγμένα από δασμούς |
    • ο σουλτάνος παραχώρησε στους Δερβενοχωρίτες διάφορα προνόμια, να πληρώνουν δηλαδή ελάχιστους φόρους, να είναι απαλλαγμένοι από αγγαρείες κλ (Vacalop) |
    • καμιά επιστήμη δεν μπορεί να καυχηθεί ότι είναι απαλλαγμένη από την ευθύνη και από τον φόρτο της βιβλιογραφίας (Dimaras)

[fr kath ppp απηλλαγμένος (: απαλλάσσω) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες