Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαλλαγή η [apalají] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απαλλάσσω. 1. η απεμπλοκή από δυσάρεστες, ενοχλητικές ή επώδυνες καταστάσεις: ~ από τα βάσανα / από τους πόνους. H ~ της χώρας από τη δικτατορία. 2. εξαίρεση για ειδικούς λόγους από μία υποχρέωση που αφορά ένα σύνολο: Φορολογικές / δασμολογικές απαλλαγές. Πήρε ~ από το στρατό. || H ~ του από τις διοικητικές ευθύνες τού έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί σε βάθος με την έρευνα. 3. (νομ.) αθώωση: ~ λόγω αμφιβολιών.
[λόγ. < αρχ. ἀπαλλαγή]
[Λεξικό Κριαρά]
- απαλλαγή η· ’παλλαγή.
-
- 1) Aπελευθέρωση, λύτρωση:
- έχουσιν απαλλαγήν και πάθους θεραπείαν (Iερακοσ. 42228).
- 2) (Στη γεν.) είδος· ποιόν:
- ο Nέρων ερώτησεν τι απαλλαγής άνθρωπος έναι αυτός ο Πιλάτος (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 335r)·
- εκφρ. εις/με τέτοιαν απαλλαγήν = με τέτοιο τρόπο, έτσι· τόσο:
- (Θησ. IA´ [891], A´ [1251]).
[αρχ. ουσ. απαλλαγή. H λ. και σήμ.]
- 1) Aπελευθέρωση, λύτρωση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλλαγή [apalayí] η, (L)
- ① deliverance, liberation, escape (syn απελευθέρωση, λύτρωση, γλυτωμός):
- ~ από ξένους στρατούς |
- ~ από την παρουσία κάποιου |
- χορός για την ~ από αρρώστια |
- οι επαναστάσεις γίνονται είτε για ανάκτηση ελευθερίας από ξένους κατακτητές είτε για ~ από τυραννικές ολιγαρχίες (Ouranis)
- ⓐ fig liberation, shaking off, riddance:
- ~ από προλήψεις, κακές συνήθειες |
- στη συλλογή ο Bιζυηνός επιχειρεί ένα καλό βήμα για την ~ του από το φαναριωτισμό (Melas) |
- το θέατρο, με τα έργα αυτά όλα, βοηθεί στην ~ από τον ρομαντικό ιδανισμό (Dimaras) |
- η ~ από το χάος και την αμετρία και η υποταγή στο μέτρο και το ρυθμό οδηγούν τον άνθρωπο στην ελευθερία (Andronikos)
- ② release (fr duty etc):
- ~ από βάρη, φροντίδες |
- όλα τ' άλλα είναι μάταιες προσπάθειες απαλλαγής από την ομαδική ανθρώπινη ευθύνη (Panagiotop) |
- δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη της επιτροπείας, εκτός αν η αίτηση απαλλαγής γίνει δεκτή από το δικαστήριο (Christidis AK)
- ⓑ exemption, remission:
- ~ δασμών, μερισμάτων |
- ~ λόγω υγείας |
- ~ από εξέταστρα remission of examination fees |
- οι φορολογικές απαλλαγές υπέρ προνομιούχων κατηγοριών Eλλήνων πολιτών αποτελούν μια πληγή που πρέπει να λείψει (Christidis EΣ) |
- άλλοι δωροδοκούσαν τους γιατρούς για να βγούνε άρρωστοι, .. άλλοι πλήρωσαν το βαρύ αντισήκωμα για να πάρουν ~ (Petsalis)
- ③ exemption fr an obligation, immunity (near-syn ασυλία):
- ~ από πολεμικές αποζημιώσεις |
- ~ του διοικητικού συμβουλίου από κάθε ευθύνη και αποζημίωση
- ⓒ exoneration, acquittal (syn αθώωση):
- ~ από κατηγορίες |
- η ~ του κατηγορουμένου ήταν δίκαιη
[fr kath απαλλαγή ← LMG ← K (also pap), AG]
- ① deliverance, liberation, escape (syn απελευθέρωση, λύτρωση, γλυτωμός):