Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαλείφω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαλείφω [apalífo] -ομαι Ρ4 : ακυρώνω, καταργώ κτ. συνήθ. με τη μέθοδο της διαγραφής: Aπαλείφτηκαν οι επίμαχες διατάξεις από το νομοσχέδιο. || Mε τα χρόνια κατάφερε ν΄ απαλείψει την ανάμνησή της, να τη σβήσει, να την εξαφανίσει.

[λόγ. < αρχ. ἀπαλείφω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαλείφω [apalífo] ipf απάλειφα, aor απάλειψα (subj απαλείψω), mediop απαλείφομαι, aor απαλείφθηκα (subj απαλειφθώ) (L)
  • ① wipe off, erase (syn σβήνω):
    • poem εκεί θα κάνω μερικές αριθμητικές ασκήσεις· | θα φτύσω μετά απάνω στο αβάκιό μου, για να τις απαλείψω (Champoulidis)
  • ② eliminate, obliterate, wipe out (syn εξαλείφω, εξαφανίζω):
    • ~ ασχήμιες, πόνους |
    • ~ αντιφάσεις, λογικές περιπλοκές |
    • απαλείφονται δυσκολίες, ένστικτα, μνήμες, στοιχεία, υποψίες |
    • απαλείφονται τα στίγματα της ντροπής |
    • η ποίηση απαλείφει τις αντιθέσεις |
    • ο χρόνος απαλείφει τα αδιέξοδα |
    • ο ήλιος απαλείφει την πρωινή δροσιά |
    • οι θρησκευτικοί και πολιτικοί φανατισμοί δεν απαλείφονται σε μικρό διάστημα (Panagiotop) |
    • η κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων θα μαλακώσει αρκετά τη σκληρή σημερινή κατάσταση των μαύρων, μα δε θα την απαλείψει (Karantonis) |
    • poem ποια τιμωρία θ' απαλείψει | τα πάμφωτα ίχνη των ματιών σου | απ' τα μάτια μου; (Ritsos)
  • ⓐ leave out, omit (syn παραλείπω):
    • όπου υπάρχει μια φράση έστω που τους διασύρει και τους συκοφαντεί, να τη σημειώσουν και είμαι πρόθυμος να την απαλείψω (Melas) |
    • προσφέρεται για μνημείο, εάν φυσικά απαλειφθεί η άνθινη γιρλάντα του κέντρου του (Ouranis) |
    • να δικαιολογήσομε το γιατί απαλείφομε τα όσα παραλείπομε και να κλιμακώσομε αυτά που δεχόμαστε (Papanoutsos)
  • ⓑ math cause to disappear by combining two or more equations, eliminate:
    • ~ έναν άγνωστο eliminate an unknown |
    • ~ τους παρονομαστές εξισώσεως clear an equation of fractions
  • ③ obscure, conceal (near-syn θολώνω, κρύβω, καλύπτω):
    • απαλείφει μερικές αστοχίες |
    • οι δυσχέρειες δεν πρέπει να απαλείφονται αλλά να κερδίζονται |
    • ένα τσουλούφι κατεβαίνει από το μέτωπο και απαλείφει το ένα μάτι (Papanoutsos) |
    • τα αισθητήριά μας συνοψίζουν ταχύτατα τις εντυπώσεις, απαλείφουν αυθαίρετα το πλήθος των λεπτομερειών, κρατούν τις κύριες γραμμές κλ (id.) |
    • ανάμεσα σε τόσα σώματα η επιθυμία απαλείφεται καθώς το φύλλο μέσα στο δάσος (Panagiotop)
  • ④ erase, revoke, annul (syn διαγράφω, near-syn ακυρώνω):
    • θα απαλειφθεί μια διάταξη του νομοσχεδίου |
    • γιατί ν' απαλειφθεί από το συμφωνητικό της Kαζέρτας η φράση πως η ευθύνη για την αποκατάσταση του νόμου στην Eλλάδα βάραινε τους Άγγλους; (ChZalokostas)
  • ⓒ take away, remove (syn αναιρώ, αφαιρώ):
    • ο καθένας έχει το δικαίωμα να κορέσει την πείνα ή τη δίψα του, εφόσον δεν απαλείφει το αντίστοιχο δικαίωμα του γείτονα (Panagiotop)

[fr kath απαλείφω ← MG, PatrG ἀπαλείφω ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες