Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλά [apalá] adv
- ① w. diminished or little intensity, softly, gently (near-syn μαλακά):
- έρχεται, πέφτει, πλησιάζει ~ |
- χτυπάει, κλείνει ~ |
- τα φώτα χαμηλώνουν ~ |
- η φωνή του ανεβοκατέβαινε ~ |
- το βελούδο σού χαϊδεύει ~ το μάγουλο |
- τραγούδησε με φωνή ~ ηδυπαθή |
- το πρώτο αλαφρομήνυμα της αρρώστιας τον έφερνε ~ ~, όμως άσφαλτα και αλύπητα, στο Xάρο (Palam, adapted) |
- σε μια γωνιά της αυλής φωτίζεται ~ από το θλιμμένον ήλιο το άγαλμα κλ (Kazantz) |
- νοιώθω την ψυχή μου να βυθίζεται ~ σ' ένα όνειρο αταραξίας (Ouranis) |
- κοιτάζει το κορμί της, από τις ~ ρόδινες σφαίρες της φτέρνας ως τους μελαχρινούς κύκλους των μαστών (Karagatsis) |
- poem ύστερα μια σιωπή θ' ακολουθήσει, | κι ο θρήνος ~ θα πάει να σβήσει (Zevgoli) |
- στην κίτρινη πόλη φθίνουν ~ | τα τελευταία φώτα (Panagiotounis)
- ② gently, calmly (syn ευγενικά, ήρεμα):
- μίλησε ~ μα δυνατά |
- την απώθησε ήρεμα κι ~ |
- έσκυψε ~ το πρόσωπό της πάνω στο δικό μου (Moskovis) |
- του 'πιασε το χέρι και τον τράβηξε ~ να τον συντροφέψει στο σπίτι του (Petimezas-L) |
- ~, με ήρεμες κινήσεις, ρυθμίζουν την κίνηση οι υψηλοί αστυφύλακες (Theotokas) |
- την ώρα εκείνη δεν είχε ακόμα μιλήσει ο Mελάγχθων απαλότερα για την προκαθορισμένη πορεία της ανθρώπινης ψυχής (Kanellop) |
- poem θα πνεύσουν μιαν απροσδόκητην οι ζέφυροι στιγμή | κ' έτσι ~ στις ριγηλές φτερούγες θα μας φέρουν (Papakyriakop)
- ⓐ tenderly, delicately, sweetly (syn τρυφερά, γλυκά):
- την σφίγγει ~ στην αγκαλιά του |
- κρατάει το μωρό ~ |
- τον χαϊδεύει ~ ~ |
- φαινόταν σα να νανουριζόταν ~ από το τραγούδι των αηδονιών (Ouranis) |
- είχαμε δει αυτόν τον έρωτα να δένεται ~, να φουσκώνει σα μπουμπούκι (Chatzinis) |
- poem τι θέλει η μυρωδιά | που μας χτυπά απαλότατα | με αμυγδαλιάς ανθόκλωνο την καρδιά; (Polydouri) |
- ο ύπνος ζυγώνει κι ~ | τα μάτια του μωρού σφαλά (Chantzaras) |
- του πολυβάσανου η ψυχή ~ στο στήθι της κουνήθη· | ζεστή ευωδιά γυναίκας χτύπησε τα κερωμένα αρθούνια (Kazantz Od 18.310)
- ③ smoothly (near-syn ομαλά):
- οι ποταμοί τρέχουν ~ |
- το πλοίο πλέει ~ στη θάλασσα |
- το αμάξι κύλησε ~ πάνω στα λάστιχα |
- οι απολήξεις των βουνών ροβολούν ~ προς τη θάλασσα (Floros) |
- poem είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο | κι ο πόνος ~ μες στην ψυχή μου λάμνει (Seferis)
- ④ lightly (syn ελαφρά):
- αναπνέει, βαδίζει, κοιμάται ~ |
- φυσούσε ~ ένα αεράκι |
- τον φίλησε ~ στο στόμα |
- η ζώνη τής σφίγγει ~ τη μέση |
- μ' έπιασε ~ από το μπράτσο |
- μπαίνοντας στο καμαράκι ένοιωσε να τον χαϊδεύει ~ η ζέστα απ' τη σόμπα (TAthanasiadis) |
- η πράσινη χλόη της σίκαλης κυμάτιζε ~ κάτου απ' τον πρωινό ουρανό (Angeloglou) |
- poem και κατέβηκα σε ασκέπαστη μια αυλή, | και ~ γαργάλισέ μου τα μαλλιά | μια πνοή δροσάτη (Palam) |
- η νύχτα απλώνει ~ το μαύρο της σεντόνι (Karyotakis)
[fr postmed (Somavera) απαλά, der of απαλός]
- ① w. diminished or little intensity, softly, gently (near-syn μαλακά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλάδα [apalá∂a] η,
- softness, smoothness (syn απαλοσύνη 1, απαλότητα):
- η ~ των χεριών, των χρωμάτων |
- τονίζει ιδιαίτερα την ~ και την εντυπωσιακή ατμόσφαιρα του στίχου (Stamelos, adapted) |
- στις αβρές καμπύλες των βουνών της και στην ~ των κάμπων της, πόση χάρη και πόση ευγένεια (KParaschos)
[der of απαλός w. suff -άδα; cf τρυφεράδα, χλομάδα]
- softness, smoothness (syn απαλοσύνη 1, απαλότητα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαλαίνω [apaléno] -ομαι Ρ7.4 : 1.κάνω κτ. απαλό, μαλακό, τρυφερό: Aυτή η κρέμα απαλαίνει το δέρμα. || Yπάρχουν καραμέλες που απαλαίνουν το λαιμό, μαλακώνουν. 2. (μτφ.) μετριάζω την ένταση ενός πράγματος: Ο χρόνος απαλαίνει κάθε πόνο, απαλύνει. Aπαλαίνονται οι αντιθέσεις, απαλύνονται. Tο φως απαλαίνει τα χρώματα και μακραίνει τους ίσκιους, τα κάνει λιγότερο ζωηρά και έντονα.
[αρχ. ἁπαλ(ύνω) μεταπλ. -αίνω ή απαλ(ός) -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- απαλαίνω· απαλύνω· ’παλύνω.
-
- Α´ (Mτβ.) κάνω κ. απαλό, μαλακό·
- (προκ. για συναίσθημα) μετριάζω την ένταση:
- την οργήν του ουρανού μερώνει κι απαλαίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1138])·
- (προκ. για ψυχική διάθεση):
- την όρεξή της τη σκληρή λιγάκι ν’ απαλύνει (Kατζ. B´ 396).
- (προκ. για συναίσθημα) μετριάζω την ένταση:
- Β´ (Aμτβ.) χάνω από την έντασή μου, γίνομαι ήπιος:
- το δυνατό απαλαίνει, όλα μερώνουν (Eρωτόκρ. Δ´ 167)·
- (προκ. για ψυχική διάθεση):
- μπορεί να τσ’ απαλύνει η όρεξη και προς εσέ να κάμει ελεημοσύνη (Πανώρ. A´ 141).
[<αρχ. απαλύνω (και σήμ.). H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Α´ (Mτβ.) κάνω κ. απαλό, μαλακό·
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλαίνω [apaléno] (sp. also απαλένω) ipf απάλαινα, aor απάλυνα_(subj απαλύνω), D & poet
- ① trans make soft, soften (syn απαλύνω 1, μαλακώνω):
- ~ το ψωμί στο νερό
- ⓐ intr become soft, soften:
- με τη βροχή θα απαλύνουν τα χωράφια |
- poem τα νύχια ξόμπλια εγίναν άνεργα, τα κέρατα απαλύναν | και κρέμουνται κλ (Kazantz Od 23.544)
- ② reduce the intensity of, tone down, subdue, soften (syn απαλύνω 1b):
- ~ το φως |
- ο ουρανός, που ήταν αλαφρά συννεφιασμένος, απάλαινε τη φωτεινή ανταύγεια των απέραντων εκείνων λευκοκίτρινων επιφανειών (Ouranis)
- ③ trans make less harsh or sharp, smooth (syn απαλύνω 2α):
- τη βιβλική φυσιογνωμία του νησιού απαλαίνουν μερικές ωραίες αμμουδιές (Varelas) |
- παντού πλατάνια, ροδοδάφνες, χαμόδεντρα κι αγριολούλουδα αγωνίζονται ν' απαλύνουν την αγριάδα του φαραγγιού (Ouranis)
- ⓑ intr become less harsh or sharp, become smooth:
- poem στο μικρό, το διαμαντένιο φως σου, ήλιε της αγάπης, | οι πρώτες μας ρυτίδες απαλαίνουν (Theodorou)
- ④ mollify, temper (syn απαλύνω 3α):
- τα έργα της φαντασίας μάς συγκινούν απαλαίνοντάς μας, μας έρχεται να κλάψουμε και να λιώσουμε (Palam)
- ⑤ alleviate, ease (syn απαλύνω 4α):
- να ήξερα πως θα την απάλαιναν τη μελαγχολία σου οι γραμμές μου αυτές και θα την έκαναν να ροδογελάσει (Palam) |
- ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές, αυξάνει τη λησμονιά, απαλαίνει τον πόνο κλ (Karantonis, adapted)
[fr postmed απαλαίνω ← MG απαλαίνω bes απαλύνω (Kriaras, s.v. απαλαίνω) ← PatrG, K (LXX) ← AG]
- ① trans make soft, soften (syn απαλύνω 1, μαλακώνω):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαλάμη η [apalámi] Ο30 : (λαϊκότρ.) παλάμη.
[< παλάμη με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-p > miap > mi-ap] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- απαλάμη η,
- βλ. παλάμη.
[Λεξικό Κριαρά]
- απαλαμιά η,
- βλ. παλαμέα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλάμιστος, -η, -ο [apalámistos] naut & shipb
- not made watertight, not covered w. tar, uncaulked (syn ακαλαφάτιστος 1, απίσσωτος):
- απαλάμιστη βάρκα, απαλάμιστο καράβι
- ⓐ unplastered (of walls, ceilings etc) (syn ασοβάντιστος):
- ~ τοίχος |
- άφησε το σπίτι απαλάμιστο
[cpd w. *παλαμιστός (: παλαμίζω)]
- not made watertight, not covered w. tar, uncaulked (syn ακαλαφάτιστος 1, απίσσωτος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαλάργα [apalárγa] (sp. also απ' αλάργα, απαλάργου) adv, D & poet
- fr far away, fr afar (syn phr απομακριά):
- ακούγεται, έρχεται, στέκεται ~ |
- τρομαχτικό, μακρόσυρτο βουητό ακούστηκε να 'ρχεται απαλάργου (Vlami) |
- ήταν να το λιμπίζεσαι όλο τούτο το θέαμα ~ (Zappas) |
- poem πώς τρώει φωτιά χαλάστρα ολόγυρα θεριακωμένο δάσο, | ψηλά σε ακρόβουνο και φαίνεται το λάμπισμα ~ (Homer Il 2.456 Kaz-Kakr) |
- να κάθεται χωρίς δουλειά δε θέλω | ένας που τρώει ψωμί στο σπίτι μου, κι ας έφτασε ~ (id. Od 19.28 Kaz-Kakr) |
- μια δεκοχτούρα ~ προμήνυσε το φεγγάρι που θα βγει (Skipis)
- ⓐ fig not in the least, nowhere nearly, even distantly:
- τα δίχτυα, τα παραγάδια και γενικά η σιρμαγιά εκείνου του καιρού δεν μπορούν ούτε ~ να συγκριθούν με τα σημερινά αλιευτικά εργαλεία (Zappas)
[cpd fr phr απ' αλάργα]
- fr far away, fr afar (syn phr απομακριά):