Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαιτώ [apetó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. απαιτούμενος* : 1.ζητώ επίμονα, φορτικά: α. κτ. το οποίο θεωρώ ότι μου ανήκει δικαιωματικά: ~ αποζημίωση / το μισθό μου. β. κτ. που θεωρώ σωστό: ~ ησυχία / προσοχή. ~ να με ακούσεις. Aπαιτούσε επίμονα να μάθει την αλήθεια. || Tο δίκαιο / η λογική απαιτεί
2. για κτ. που θεωρείται τελείως απαραίτητο: H μάθηση απαιτεί κόπο. Οι σπουδές απαιτούν χρήματα. H δουλειά αυτή απαιτεί υπομονή. H αποκατάσταση των ζημιών θα απαιτήσει πολύ χρόνο. Aπαιτείται μεγάλη προσοχή.
[λόγ. < αρχ. ἀπαιτῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- απαιτώ.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Zητώ από κάπ. κ. επίμονα:
- θέλω σε απαιτήσει να κάτσεις να με αφηγηθείς (Λίβ. Sc. 1933).
- 2) Eπιβάλλω, ορίζω:
- καθώς το δίκαιον απαιτεί (Eλλην. νόμ. 53013).
- 3) Eπιτρέπω:
- Ήθελα και άλλα περισσά να σ’ έγραφα παιδί μου, αλλ’ ο καιρός ουκ απαιτεί (Kομν., Διδασκ. Δ 388).
- 1) Zητώ από κάπ. κ. επίμονα:
- II. (Eνεργ. και μέσ.) καθιστώ αναγκαίο (για μένα), χρειάζομαι:
- (Aσσίζ. 2724), (Σπαν. V 182).
[αρχ. απαιτέω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαιτώ [apetó] απαιτείς, ipf απαιτούσα, aor απαίτησα, pass απαιτούμαι, ipf 3sg απαιτούνταν & απαιτείτο, aor απαιτήθηκε (subj απαιτηθεί)
- ① request insistently, make demands, to demand (syn αξιώνω 1, near-syn ζητώ):
- ~ απάντηση, ικανοποίηση |
- τα προβλήματα απαιτούν τη λύση τους |
- απαιτούμε το κλείσιμο των εργαστηρίων πειραματισμού |
- ο θίασος απαιτεί επιχορήγηση |
- η νεολαία απαιτεί από την κυβέρνηση να σταματήσει τον πόλεμο |
- απαιτείται συνέπεια ανάμεσα στο λόγο και την πράξη |
- ο τραπεζίτης μού ζήτησε, απαίτησε επίμονα, να τον αφήσω να κανονίσει εκείνος το πράγμα (Ouranis) |
- απαιτούσε να μπούνε στην Eλλάδα τα ιταλικά στρατεύματα για να διασφαλίσουν την ουδετερότητά της (Terzakis) |
- η επαρχία μας πιστεύω ότι πρέπει να απαιτεί, όχι να επαιτεί (Charis) |
- δε θα γύριζα ίσως, αν η γιαγιά δεν απαιτούσε να με δει (KChatzop) |
- poem οι λέξεις τεντώσανε και τρίζουν· | απαιτούν να ειπωθούν (Patrikios)
- ⓐ claim (recompense etc) (near-syn διεκδικώ):
- ~ αποζημίωση I claim damages |
- ο δανειστής μπορεί ν' απαιτήσει την ποινή που κατέπεσε καθώς και την επιπλέον αποδειγμένη ζημιά του (Christidis AK)
- ② ask for, require, need, take (near-syn χρειάζομαι):
- απαιτείται προσοχή attention is required |
- τα έργα απαιτούν κεφάλαια |
- κάθε αλλαγή απαιτεί θυσίες |
- η εργασία του απαίτησε πολύ κόπο |
- η πράξη του απαίτησε θάρρος και γενναιότητα |
- για όλα τα επαγγέλματα απαιτούνται προσόντα |
- οι εξετάσεις θα απαιτήσουν χρόνο |
- σχόλια δεν απαιτούν τα δύο αυτά άψογα κείμενα (Dimaras) |
- θα μας απασχολήσουν ελάχιστες μονάχα από τις περιπτώσεις που απαιτούν ξεκαθάρισμα (Christidis AK) |
- δεν είναι διασκέδαση το διάβασμα του έργου του Ίψεν· απαιτεί μελέτη (Thrylos) |
- η τέχνη είναι υποχρεωμένη να προσφέρει ό,τι απαιτεί, ό,τι χρειάζεται το σύνολο (Charis) |
- poem τιμές δε θ' αποκτούσανε και υπόληψη καμία | όσοι διδάσκουν σοβαροί, ποιες λέξεις θέλουνε ψιλή, ποιες απαιτούν δασεία (Markoras)
- ⓑ dictate, impose, demand, require:
- το απαιτεί η εποχή, ο καιρός, η κατάσταση |
- το κεφάλι του A. σκέπαζε η σκούφια η ατλαζωτή προσαρμοσμένη με όλη τη φροντίδα καθώς το απαιτούσε το εξαιρετικό της μέρας της πανηγυρικής (Palam) |
- η θέση μου το απαιτεί να βρίσκουμαι κοντά στο μέτωπο (Tsirkas) |
- poem τώρα χωρίς απόκριση γαλήνιος στέκεις όπως | η επίσημη ώρα ετούτη το απαιτεί (Malakasis)
- ⓒ make necessary, necessitate:
- η πρόοδος απαιτεί τον οικονομικό εξαναγκασμό |
- η διόρθωση απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες |
- πριν φθάσουμε σ' αυτό το στάδιο, απαιτήθηκαν θυσίες, θυσίες ανθρώπινες (Dimaras) |
- οι λόγοι που απαιτούν την ανανέωση της λογοτεχνίας μας έχουν αντικειμενική βαρύτητα (id.)
[fr MG απαιτώ ← PatrG, K (NT, also pap), AG ἀπαιτῶ (-έω)]
- ① request insistently, make demands, to demand (syn αξιώνω 1, near-syn ζητώ):