Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαιτητός -ή -ό [apetitós] Ε1 : (νομ.) τον οποίο δικαιούται κάποιος να απαιτήσει, να διεκδικήσει βάσει του νόμου: Aπαιτητό χρέος.
[λόγ. απαι τη- (απαιτώ) -τός μτφρδ. γαλλ. exigible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαιτητός, -ή, -ό [apetitós] (L)
- ① law, econ etc exigible, due, exactable (syn πληρωτέος):
- μόλις λήξει η σύμβαση, γίνεται ~ ο μισθός ως τη λήξη (Christidis AK) |
- ο εγγυητής δεν ευθύνεται για συμφωνημένες παρεπόμενες παροχές που ήταν απαιτητές όταν δόθηκε η εγγύηση (id.) |
- το δάνειο υπάρχει και είναι απαιτητό και η Eλλάς δικαιούται και οφείλει να ζητήσει την απόδοσή του (Angelop) |
- χρωστάμε ένα φόρο στο τραγικό πνεύμα του κόσμου και δεν το ξέρουμε πότε θα γίνει ~ (Terzakis)
- ② required, necessary (syn απαιτούμενος 2):
- μας λείπουν οι γνώσεις οι απαιτητές για ιστορική έρευνα |
- η ορθολογική ποίηση με ακόλουθες τη διαύγεια, την πλαστικότητα, τη σύνθεση έπαυσαν να είναι απαιτητές και αναχώρησαν άνευ επιστροφής για το παρελθόν (Spandonidis) |
- οφείλουμε να θυσιάσομε τις προτιμήσεις μας τις γλωσσικές σε ό,τι είναι εθνικά απαιτητό (Dimaras)
[fr kath (neol) απαιτητός (: απαιτώ); cf also K αἰτητός]
- ① law, econ etc exigible, due, exactable (syn πληρωτέος):