Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαιτητικότητα η [apetitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του απαιτητικού.
[λόγ. απαιτητικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαιτητικότητα [apetitikótita] η, gen απαιτητικότητας (& απαιτητικότητος) (L)
- demandingness, exigency:
- μ' αγαπούσε υπέρμετρα και σύγχρονα είχε απέναντί μου μια ~ που ξεπερνούσε το μέτρο (Chatzinis) |
- ο πνευματικός άνθρωπος ξαναδοκιμάζει τώρα το χρέος στην απόλυτη ~ και αναγκαιότητά του (Theodorakop)
[fr kath (neol Koumanoudis) απαιτητικότης]
- demandingness, exigency: