Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαιτητικός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαιτητικός -ή -ό [apetitikós] Ε1 : 1.που από χαρακτήρα προβάλλει έντονα και φορτικά ενοχλητικές απαιτήσεις: Είναι πολύ ~ άνθρωπος. Tα απαιτητικά παιδιά είναι πολύ κουραστικά. 2α. του οποίου το κριτήριο είναι πολύ αναπτυγμένο και γι΄ αυτό μπορεί να εκτιμήσει την ποιότητα ή την αξία ενός πράγματος: ~ πελάτης. Σιγά σιγά διαμορφώθηκε ένα συνειδητό και απαιτητικό κοινό. Είναι πολύ απαιτητική στο ντύσιμό της. Είναι ~ στο θέμα της πειθαρχίας. β. για κτ. που απαιτεί ειδικά προσόντα, μεγάλη προσοχή κτλ.: Είναι πολύ απαιτητική δουλειά.

[λόγ. απαιτητ(ής) -ικός μτφρδ. γαλλ. exigeant (διαφ. το ελνστ. τό ἀπαιτητικόν `κατάσταση ανάγκης΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαιτητικός1 [apetitikós] ο,
  • one who makes persistent demands, person hard to please:
    • ο Πορφύρας, τόσο για κείνους που ικανοποιούνται εύκολα όσο και για τους απαιτητικούς, ήταν ένας ποιητής με δική του προσωπικότητα (Charis) |
    • δεν υπάρχει γαλήνη για τους απαιτητικούς από τον εαυτό τους, τους ανήσυχους, τους φιλόδοξους (Palaiologos)

[substantiv. m of απαιτητικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαιτητικός2, -ή, -ό [apetitikós]
  • ① making demands, demanding, exacting:
    • ~ |
    • ~ εγωισμός |
    • απαιτητική εποχή, κοπέλα |
    • απαιτητική καλλιτεχνική συνείδηση |
    • απαιτητικό ένστικτο, ερώτημα, συναίσθημα, ταλέντο |
    • είναι πολύ ~ από τους φίλους του |
    • οι προσδοκίες του αναγνώστη έχουν γίνει απαιτητικότερες |
    • είχε το χέρι απλωμένο και απαιτητικό |
    • οι άρρωστοι είναι απαιτητικοί, θέλουν περιποίηση, θέλουν υγιεινή (Petsalis) |
    • οι κραυγές του πλήθους είχαν γίνει πιο έντονες και πιο απαιτητικές (MNikolaidis) |
    • κατέβηκα στο γραφείο μου όπου με περίμενε ένας σωρός από έγγραφα πολύ ~ (Travlantonis)
  • ⓐ demanding, difficult, arduous (task, work etc):
    • απαιτητικό καθήκον |
    • απαιτητικές υποθέσεις της ατομικής ζωής |
    • χωρίς το κουράγιο και τη θυσία του δεν ξέρω πώς θα 'βγαινε πέρα η τόσο δύσκολη και απαιτητική έκδοση (RApostolidis) |
    • ο Ξενόπουλος ήθελε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στην πιο απαιτητική μορφή του μυθιστορήματος, στο κοινωνικό μυθιστόρημα (Charis, adapted)
  • ② critical, strict, severe (near-syn αυστηρός):
    • ~ θεατής, μελετητής |
    • απαιτητικά κριτήρια |
    • οι απαιτητικοί κριτικοί της λογοτεχνίας |
    • ~ και επίπονος έλεγχος |
    • ο κόσμος των επιστημών έχει γίνει απαιτητικότερος και πιο αδιάλλακτος |
    • ο ποιητής ψιλολογούσε, δούλευε αδιάκοπα το στίχο, με την πιο απαιτητική αυτοκριτική (Melas) |
    • κατόρθωσε να μεταδώσει και στην πιο απαιτητική μερίδα του κοινού την αίσθηση της τέχνης (Thrylos)
  • ⓑ hard to please, fastidious, particular:
    • ~ πελάτης |
    • το απαιτητικό καταναλωτικό κοινό |
    • εδώ ικανοποιείται και το πιο απαιτητικό γούστο |
    • είναι (πολύ) ~ στο φαΐ του

[fr kath απαιτητικός ← K (2nd c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες