Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαισιόδοξος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαισιόδοξος -η -ο [apesióδoksos] Ε5 : που κατέχεται από απαισιοδοξία, που βλέπει συνήθ. μόνο την άσχημη πλευρά των πραγμάτων. ANT αισιόδοξος: Είναι άνθρωπος με απαισιόδοξη διάθεση / ιδιοσυγκρασία. Aπαισιόδοξο έργο / βιβλίο. Οι προβλέψεις του είναι πάντα απαισιόδοξες. || που προβλέπει τη μη ευνοϊκή έκβαση μιας υπόθεσης: Ο γιατρός ήταν ~ για την έκβαση της αρρώστιας.

[λόγ. απ(ο)- αισιόδοξος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαισιόδοξος1 [apesió∂oksos] ο, (L)
  • pessimist (syn πεσιμιστής, ant αισιόδοξος 2):
    • κάπου έπρεπε να ξεσπάσουν οι πικραμένοι και οι φοβισμένοι και οι απαισιόδοξοι που συναχτήκανε στο Άργος και τα 'χουνε χαμένα (Petsalis)

[substantiv. m of απαισιόδοξος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαισιόδοξος2, -η, -ο [apesió∂oksos] (L)
  • ① pessimistic (ant αισιόδοξος 1):
    • ~ άνθρωπος |
    • απαισιόδοξη άποψη, πείρα, φύση |
    • απαισιόδοξο μήνυμα |
    • η απαισιόδοξη στάση του συγγραφέα αντίκρυ στη ζωή |
    • ο K. είναι ~ ως προς το μέλλον του κράτους |
    • η θρησκεία τους είναι λιγότερο απαισιόδοξη στην κοσμοθεωρία της (Evelpidis, adapted)
  • ⓐ related to the philosophical doctrine of pessimism, pessimist:
    • ~ φιλόσοφος |
    • απαισιόδοξη φιλοσοφική σχολή |
    • είχε γυρίσει στην Kέρκυρα βαθιά επηρεασμένος από τ' απαισιόδοξα θεωρήματα του Σοπενχάουερ (Melas)
  • ② uncheerful, gloomy:
    • απαισιόδοξη διάθεση, εικόνα |
    • απαισιόδοξα γράμματα |
    • απαισιόδοξες προβλέψεις των ειδικών για τις οικονομικές εξελίξεις |
    • το Παρίσι είναι σήμερα η αποσταμένη, απαισιόδοξη μητρόπολη μιας Eυρώπης που τη νιώθω, σε κάθε μου βήμα, βαριά λαβωμένη (Theotokas)

[fr kath (neol Koumanoudis) απαισιόδοξος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες