Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαισιοδοξία η [apesioδoksía] Ο25 : ψυχική κατάσταση που προέρχεται από την προδιάθεση να βλέπει κανείς μόνο την άσχημη πλευρά των πραγμάτων, καθώς και η πεποίθηση, συνήθ. βάσει στοιχείων, για τη μη ευνοϊκή έκβαση μιας υπόθεσης. ANT αισιοδοξία: Aδικαιολόγητη ~. Aντιμετωπίζει με ~ την κατάσταση. Γενική είναι η ~ για την εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης.
[λόγ. απαισιόδοξ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαισιοδοξία [apesio∂oksía] η, (L)
- pessimism (syn πεσιμισμός, ant αισιοδοξία):
- άκρα, λίγη, μεγάλη ~ |
- τον κυρίεψε η ~ |
- η ημέρα πλησίαζε, ο πυρετός των υποψηφίων μεγάλωνε κι ο P., με τη συνηθισμένη του ~, απελπίστηκε για την επιτυχία του (Xenop)
- ⓐ gloomy mood:
- σήμερα σ' έπιασαν οι απαισιοδοξίες σου και τα βλέπεις όλα μαύρα (Tachtsis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απαισιοδοξία, der of kath απαισιόδοξος]
- pessimism (syn πεσιμισμός, ant αισιοδοξία):