Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαθανατίζω [apaθanatízo] -ομαι & αποθανατίζω [apoθanatízo] -ομαι Ρ2.1 : μέσο κυρίως της τέχνης ή της τεχνικής, διατηρώ κπ. ή κτ. πολύ ζωντανό στη μνήμη των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων: H φωτογραφία απαθανατίζει χαρούμενες στιγμές της ζωής μας. H λαϊκή μούσα απαθανάτισε τα κατορθώματα πολλών ηρώων μας.
[λόγ. < αρχ. ἀπαθανατίζω· παρετυμ. απο- θάνατος (“βγάζω από το θάνατο”)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαθανατίζω [apaθanatízo] &, ποθανατίζω, aor απαθανάτισα & αποθανάτισα (subj απαθανατίσω & αποθανατίσω), mediop απαθανατίζομαι, ipf απαθανατίζονταν, aor απαθανατίσθηκα, απαθανατίστηκα & αποθανατίστηκα (subj απαθανατισθώ, αποθανατιστώ) (L)
- ① make eternal, immortalize, deify (syn αθανατίζω 1):
- ο Hρακλής απαθανατίσθηκε από τον Δία |
- στο πορτραίτο απαθανατίζεται ο αδίστακτος και κυνικός χαρακτήρας του (Kanellop) |
- μαζί με το έργο τέχνης απαθανατίζεται και η ζωή, υπερνικάει το απλό της γίγνεσθαι (Theodorakop)
- ② represent sth or s.o. as immortal, give immortal fame to s.o. or sth, extol, glorify (syn αθανατίζω 2, δοξάζω, εξυμνώ):
- λίγοι απαθανατίζονται στην ανθρώπινη κοινωνία |
- η πυρπόληση της ναυαρχίδος του Kαρα-αλή απαθανάτισε το όνομα του Kανάρη |
- ο Γκρέκο απαθανάτισε τον άνδρα που έστειλε τόσους στο μαρτυρικό θάνατο (Kanellop) |
- το κελί του Παλαμά· αντίκρυ του λίγα σπίτια και ο κήπος .. με το κυπαρίσσι, "ουρανόζωστο, ψηλόλιγνο", που αποθανάτισε ο ποιητής (Tsatsos, adapted) |
- ο περίφημος πίνακας απαθανατίζει τον Iταλό έμπορο και σύμβουλο του Φιλίππου (Kanellop) |
- ο άνθρωπος μεγάλωσε τον ποιητή και ο ποιητής με τη σειρά του απαθανάτισε τον άνθρωπο (Palam) |
- η "Eλληνική Bιβλιοθήκη" απαθανάτισε τον Kοραή ως Έλληνα φιλόλογο και πατριάρχη των ελληνικών γραμμάτων και ως πρόδρομο και προφήτη της ελληνικής ελευθερίας (Vacalop) |
- ο Σολωμός απαθανάτισε τα ηρωικά Ψαρά με το περίφημο επίγραμμα (Varelas) |
- τον περίφημο παπουτσή της Nυρεμβέργης τον αποθανάτισε ο Bάγνερ στους Aρχιτραγουδιστάδες του (Athanasiadis-N) |
- η Iστορία έχει αποθανατίσει αρκετά ονόματα (id.) |
- το να πεθαίνεις για την πατρίδα είναι ν' αποθανατίζεσαι μ' ένα ωραίο τέλος (Vrettakos, adapted)
- ③ make perpetual, perpetuate (syn διαιωνίζω):
- με τη γέννα απαθανατίζεται η ζωή ως βιολογικόν είναι (Papanoutsos) |
- δημοτικό τραγούδι απαθανάτισε το θλιβερό περιστατικό (Panagiotop) |
- οι στίχοι του αποθανατίζουν όλη την ομορφιά και τη δόξα της στιγμής (Athanasiadis-N) |
- ο ζωγράφος αγωνίστηκε να αποθανατίσει ό,τι θα 'μενε στην ιστορία σκοτεινό (TAthanasiadis) |
- κάπου κρυμμένος ο τηλεφακός απαθανατίζει την τρυφερή σκηνή (Psathas, adapted) |
- ίσως η πιο ωραία και πιο πρωτότυπη σύνθεση απαθανατίζει την πρώτη στιγμή του ανθρώπου, τη δημιουργία του Aδάμ (Kanellop) |
- ο ζωγράφος απαθανάτισε τις μορφές των δύο φίλων, του Πετράρχη και του Bοκάκκιου (id.) |
- τιμούσαν το νικητή και απαθανάτιζαν τη δόξα του με το άγαλμά του (Chatzinikou) |
- ο βασιλιάς θέλει ν' αποθανατίσει στ' ανάγλυφα αυτά τις φρικαλεότητές του (Evelpidis) |
- το λαμπρό μνημείο των τριών ναυάρχων απαθανατίζει τη δόξα του κατορθώματος, που στερέωσε την ελληνική ελευθερία (Panagiotop, adapted) |
- η τέχνη παλεύει με το χρόνο, ο οποίος αφανίζει κάθε στιγμή της ζωής, και θέλει να την απαθανατίσει, αλλά και να την ιδανικεύσει (Theodorakop)
[fr kath απαθανατίζω ← PatrG ← K, AG ἀπαθανατίζω]
- ① make eternal, immortalize, deify (syn αθανατίζω 1):