Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαθανάτιση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαθανάτιση η [apaθanátisi] & αποθανάτιση η [apoθanátisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απαθανατίζω.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαθανάτι(σις) -ση· παρετυμ. κατά το απαθανατίζω > αποθανατίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαθανάτιση [apaθanátisi] η, (L)
  • making perpetual, immortalization (syn απαθανάτισμα, απαθανατισμός):
    • έξω στην πλατεία της εκκλησίας το χάλκινο άγαλμα που έχει στήσει για ~ του κοντοτιέρου Γκαταμελάτα με είχε αφήσει ψυχρό (Ouranis) |
    • μαζί με το έργο τέχνης, που είναι ~ της ομορφιάς, απαθανατίζεται και η ζωή (Theodorakop) |
    • φτάνει έτσι στην ~ της ανάμνησης σε εικόνα παντοτινή, εικόνα ενός εαυτού του σε μια στιγμή της ζωής του (Xefloudas)

[fr kath απαθανάτισις ← K ἀπαθανάτισις (Dio Cass., 2nd/3rd c. AD), der of ἀπαθανατίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες